Διηγήματα 2

 

Επιλεγμένα διηγήματα

περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ: 

 

Το ταξίδι

Ιμπακούσα

Το δίλημμα του Μάρκου Τέναγου

Η φωνή της πέτρας

 

 

Το ταξίδι

 

Το ταξίδι θ’άρχιζε στις 2 Αυγούστου. Μια ομάδα από είκοσι άτομα, δέκα ζευγάρια ανάμεσα στα 30- 40 χρόνια τους νέοι – ώριμοι, με παρόμοιους προσανατολισμούς και «πιστεύω» και βαθιά χαραγμένη στην καρδιά τους την ανησυχία για την πορεία αυτού του κόσμου. Κάποιοι από την παρέα συναντιόντουσαν συχνότερα για να μιλήσουν, να κουβεντιάσουν και ν’αναλύουν τις μεταφυσικές ανησυχίες τους, με την επικοινωνία, με τη μελέτη… Αυτό το γιατί της διχόνοιας των λαών, της επιβολής των πιο δυνατών πάνω στους αδύνατους, αυτή η αναμόχλευση των παθών πάντα από τους ισχυρούς και η διατήρηση θανάσιμων διαφορών ανάμεσα στους ανθρώπους. Τους απλούς τους καθημερινούς, τους τόσο όμοιους με τα ίδια προβλήματα, βάσανα και πόθους. Τους ίδιους κινδύνους, την ίδια επιτέλους καταληκτική μοίρα…

Αρχηγός της εκδρομής ο Αριστείδης. Αυτός με τις προτάσεις, τα σχέδια, ολόκληρο το πρόγραμμα, τους είχε ξεσηκώσει νου και καρδιά.

Το φυσικό φαινόμενο που θα παρακολουθούσαν στις 11 Αυγούστου – η ολική έκλειψη του ηλίου – κάνει τόσο σπάνια την εμφάνισή του στον πλανήτη μας. Αυτή θα ήταν η τελευταία φορά μέσα στον αιώνα που ξεπνοούσε πια… και ποιος ξέρει πότε θα ξαναπαρουσιαζόταν σε κάποια κοντινή μεριά. Θα ήταν κάτι το φανταστικό να το παρακολουθήσει κανείς απ’το Τσορούμ κατάμεσα στην καρδιά της Β.Α. Τουρκίας κοντά στην Σαμψούντα και την Αμάσεια, απ’όπου θα γινόταν τέλεια ορατή η λιγόλεπτη απουσία, η αποστροφή της ματιάς του ήλιου από τον μικρό μας πλανήτη. Με όλη την μυστηριακή σαγήνη και υπερφυσική πνοή της.

Θα πρέπει λοιπόν να ταξιδέψουν ως την Σαμψούντα, δηλαδή την παλιά Αμισό, στα βόρεια της Τουρκίας, που ανήκει στον Πόντο. Σημαντικό λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας, με μια ιστορία από τον 8ο αιώνα π.Χ. όταν  υπήρξε και μέρος της Αυτοκρατορίας του δικού μας Μ. Αλεξάνδρου. Πολύ κοντά και η Αμάσεια (Amasya στα Τουρικά), στη χώρα του Πόντου κι αυτή. Και πατρίδα του αρχαίου έλληνα γεωγράφου Στράβωνα. Σ’αυτή την πόλη στις αρχές του 20ου αιώνα άνθιζε ένα λαμπρό ελληνικό στοιχείο με Μητροπολιτική έδρα, εκκλησίες, σχολεία. Που όμως από το 1921-23 όλα χάθηκαν και η πόλη στοίχειωσε από τους σκληρά χαμένους κατοίκους της. Ελάχιστες πια ελληνικές μαρτυρίες υπάρχουν στα μέρη αυτά.

Συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Αριστείδη. Στην αρχή ο στενός πυρήνας της συντροφιάς, τα τέσσερα ζευγάρια. Έπρεπε – τους είπε – να φύγουν και να φτάσουν εκεί πολύ νωρίτερα γιατί πολύς κόσμος από διάφορα μέρη είχε προγραμματίσει να κάνει αυτό το ταξίδι.

Ο αρχηγός τους διάβασε διάφορα κείμενα που είχε συγκεντρώσει από εφημερίδες, περιοδικά. Από εκπομπές σε ραδιόφωνο και τηλεόραση, επιστημονικές ανακοινώσεις, όλα σχετικά με την σημασία της ολικής έκλειψης και την προέκταση ή τις τυχόν επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει το φαινόμενο στη ζωή των ανθρώπων. Μια υποβλητική ασάφεια και αίγλη, μια ατμόσφαιρα φορτισμένη από προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Από αόριστες προσδοκίες και φόβους… Το γεγονός αυτό που αφορά όλα τα όντα πάνω στη Γη… Που στιγματίζει την αδυναμία μας μπροστά σε ένα φυσικό φαινόμενο χωρίς να κάνει διακρίσεις και εξαιρέσεις. Όλοι κάτω από μια αόρατη και υπέρτατη Δύναμη που μας ορίζει… «Ποιος γνωρίζει να μας πει τι σημασία μπορεί να έχει; Θα πορευτούμε ψάχνοντας κι αναζητώντας εμπειρίες… Θα προσπαθήσουμε να ανταμωθούμε με το αληθινό και το μεγάλο… Θα προσευχόμαστε και θα αναζητούμε…»

Ο Αριστείδης είχε στον τόνο της φωνής του κάτι το αφηρημένο και πολύ στοχαστικό. «Θα βρούμε λίγες μέρες σε ένα ήσυχο μέρος. Ένα τόπο περισυλλογής για να αυτοσυγκεντρωθούμε και να προσευχηθούμε. Ένα σημάδι για σωστό αρχίνισμα. Σημάδι γι’αγάπη και ομόνοια των λαών. Ένα μήνυμα χαρμόσυνης ελπίδας για συμφιλίωση… Κάτι σαν τις δικές μας αμφικτιονίες με την αιώνια σημασία τους. Να το αναζητήσουμε εκεί, στη χώρα που έχουμε μάθει να βλέπουμε με δυσπιστία και ετοιμοπόλεμη διάθεση. Με αντανακλαστική κίνηση σε θέση άμυνας πάντα… Με τα χέρια έτοιμα και από δω και από κει για να σπρώξουν, όχι ν’αγκαλιαστούν…»

Οι φίλοι άκουγαν μαθημένοι σε τέτοιες σκέψεις πάντα εναγώνιας αναζήτησης σε καιρούς χαλεπούς. Πόλεμοι παντού τριγύρω, ένας πλανήτης ματωμένος ολούθε. Μια ανελέητη καθημερινότητα, νύχια και δόντια και προσταγές για σπαραγμούς και ανέλπιδα ξημερώματα. Και τώρα ένα σημάδι από Ψηλά, μια αναμενόμενη βέβαια ολική έκλειψη ηλίου. Κι ας ευχηθούμε ένα θεϊκό μήνυμα αισιόδοξο να είναι η έλευσή της.

Ενημερώθηκαν όλοι, άφησαν έξω το ρίσκο από μια πορεία ελληνική μέσα στη Τουρκία, τώρα που προσκλήσεις και μισοκρυμμένες απειλές, έπαιρναν κι έδιναν.

«Εμείς θα ψάξουμε γι’ αγάπη! Θα στηριχτούμε σ’αυτήν! Δεν μας φοβίζει τίποτα!»

Έφυγαν όλοι μαζί την καθορισμένη μέρα με πλοίο πρώτα για Ρόδο. Ο Αριστείδης εύκολα συντόνιζε τις κινήσεις τους, ήταν όλοι ταιριασμένοι και σίγουροι.

Την άλλη μέρα το πρωί βγήκαν στο Μαρμάρι. Ένα ήμερο τούρκικο παραθαλάσσιο προάστιο που έμοιαζε με τα δικά μας. Οι άνθρωποι σκουρόχρωμοι, η μιλιά τους βαριά, τραγουδιστή, ανατολίτικη. Η παρέα χωρισμένη σε μικρότερες ομάδες, επισκέφθηκαν δυο – τρία απ’τα μαγαζάκια, κάθισαν για ένα αναψυκτικό μέχρι να έρθει η ώρα να συναντήσουν το πούλμαν. Μερικοί που ξεμάκρυναν για ν’αγοράσουν κάποιο δωράκι αναμνηστικό καλοδέχτηκαν την προσφορά πρόσχαρων ανθρώπων (κρύο τσάι μέσα σ’ένα μικρό σκαλιστό ασημένιο κύπελλο).

Το εκδρομικό αμάξι, πλυμένο, γυαλιστερό, ολοκάθαρο σταμάτησε στον ανοιχτό χώρο απ’όπου μπορούσαν όλοι να το δουν. Ο οδηγός χαμογελούσε. «Καλώς ήρθατε» είπε καθώς πλησίαζαν, η προφορά του βαριά μα ολοκάθαρη. Το γκρίζο βαμβακερό, άψογο μπλουζάκι του, το τζην παντελόνι, η θερμή χειραψία με τον Αριστείδη συμπλήρωναν ευχάριστα το καλωσόρισμα. «Θα έχουμε 17 ώρες ταξίδι. Θα περάσουμε ανάμεσα σε μικρά χωριά και μεγάλους υπαίθριους χώρους, χωράφια και δάση. Θα δούμε πολλά. Θα φιλοξενηθούμε σε κάποιο από τα χωριά, ξενοδοχεία δεν υπάρχουν όσο προχωρούμε. Θα μείνουμε σε σπίτια χωρικών, είναι όλα κανονισμένα».

Η διάθεση καλή, η πορεία μέσα σ’ένα εξοχικό, ευχάριστο περιβάλλον. Ο κόσμος που συναντούσαν είχε ένα χαμόγελο γι’αυτούς. Ο οδηγός τους εξηγούσε που θα έβρισκαν δροσιά, φαγητό, δροσερό νερό και ξεκούραση σ’όλη τη διαδρομή.

Η νύχτα τους βρήκε σ’ένα χωριό με μερικά σπίτια, με χωρικούς πρόθυμους και έτοιμους για την φιλοξενία. Ανά τέσσερις – δυο ζευγάρια – σε κάθε σπίτι. Τα μέσα πολύ λιτά, πολύ μακριά από σύγχρονες ανέσεις, όμως η όλη ατμόσφαιρα κι η προσμονή για τη συνέχεια, τα έκανε όλα καλοδεχούμενα.

Μεσάνυχτα μες στη μυστηριακή σιωπή άκουσαν κι αηδόνια και οι τρίλιες τους στις ίδιες νότες των ελληνικών πουλιών. «Η φύση δεν έχει σύνορα», είπε ο Αριστείδης. «Είναι μια και μοναδική! Για όλα τα όντα της».

Ξεκίνησαν νωρίς το άλλο πρωί. Τα χωριά αραίωναν, οι χωματόδρομοι όλο και πιο στενοί.

Η παρέα των φίλων ήθελε να υπερβεί τα προγραμματισμένα και να προφθάσουν να βρουν ένα τόπο όπως τον είχαν φαντασθεί να ξεκουραστούν πρώτα ψυχικά και σωματικά, να ξαλαφρώσουν από όσα κουβαλά μέσα τους και βαραίνει η σκληρή πραγματικότητα. Κι από κει πια για το λόφο, το Τσορούμ όπως και τόσος άλλος κόσμος απ’όπου θα παρακολουθούσαν «το θαύμα».

Περνούσαν μέσα από μια παρθένα καταπράσινη φύση, ένα δροσερό ποτάμι σε μια παράλληλη πορεία στραφτάλιζε στον ήλιο. Ο τούρκος οδηγός γνώριζε καλά τη διαδρομή. Έφτασε κοντά σ’ένα γεφύρι που θαρρούσες πως ήταν ετοιμόρροπο.

«Εδώ θα σταματήσω», είπε. «Το αμάξι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο. Βλέπετε εκείνο το χωριό;»

Λίγο πέρα από την άλλη όχθη το είδανε, ξεχώρισαν το μικρό νεκροταφείο με τα άσπρα μαρμάρινα θυμητικά όπως σε κάθε νεκροταφείο. Δέντρα πολλά που το τριγύριζαν σαν φύλακες πιστοί.

 «Εγώ θα είμαι πάντα έτοιμος εδώ για ό,τι χρειαστεί. Εσείς μπορείτε να περπατήσετε, να διαλέξετε το μέρος που θα κατασκηνώσουμε τούτη τη βραδιά αν θέλετε. Για το πικ-νικ ό,τι επιθυμείτε… Χρόνος υπάρχει. Και καλή διάθεση!»

Κατέβηκαν όλοι με κέφι, προχώρησαν και ούτε μια απότομη ψιλοβροχούλα, ένα συννεφάκι περαστικό που δρόσισε το πλούσιο χώμα και ίσα που τους ράντισε με τις χοντρές ψιχάλες, δεν τους χάλασε τη διάθεση.

Τρεις φίλες, η Μαρία, η Τζένη και η Πολυξένη βγήκαν μπροστά. Ήταν οι πιο νέες, οι πιο ευκίνητες ίσως και οι πιο διψασμένες για ό,τι καινούργιο, για κάποια περιπέτεια. Για γνωριμία με το Άγνωστο, το Νέο.

«Εσείς μείνετε εδώ, μπορείτε να κολατσίσετε, να δροσιστείτε κάτω από το δέντρο. Εμείς θα πάνε βρούμε το μέρος για να… στρατοπεδεύσουμε. Έχετε κι εσείς το νου σας μήπως προκύψει και κάτι από δω»

Προχώρησαν θαρρετά, το χωριό είχε μια παράξενη ξύλινη πορτούλα, την ξέκριναν όταν ήρθαν κοντά, την ανοίγεις για να μπεις λες για να δείξει ότι ήταν κάτι το ξεχωριστό, τούτος ο περικλεισμένος από φράχτες χώρος. Κάποιες φιγούρες ανθρώπων και ζώων, ένα γαϊδουράκι, μερικά γίδια και αρνιά και πουλερικά που σταμάτησαν να αφουγκρασθούν απορημένα έτσι που τους είδαν να έρχονται…

«Γλώσσα; Πως θα συνεννοηθούμε;», είπε η Τζένη καθώς κι όλας ένας – δυο άντρες, μια γυναίκα στην πόρτα ενός μικρόσπιτου μ’ένα μωρό στην αγκαλιά τις κοίταζαν παραξενεμένοι.

«Με τη διεθνή γλώσσα! Των χεριών! Κι όποια τούρκικη λέξη θυμηθούμε!», είπε η Μαρία επιστρατεύοντας και το πιο εγκάρδιο χαμόγελό της που αμέσως βρήκε αντανάκλαση στο πρόσωπο της γυναίκας και πιο δειλά στ’αντρίκεια πρόσωπα που τις πλησίασαν κάπως.

«Γκιουν αϊντίν… Θέλουμε ένα μέρος να καθίσουμε… Είμαστε ταξιδιώτες. Γιουνάν. Σεχαγιατ! Θέλουμε έξω από το χωριό… Για φαγητό! Γιεμελίκ!... Πικ – νικ, ύπνο». Έδειχνε όπως μπορούσε η Μαρία, οι δυο άντρες παρακολουθούσαν προσεκτικά. Η γυναίκα με το μωρό που είχε αρχίσει να κλαίει μπήκε μέσα στο σπίτι. Οι κοπέλες συνέχισαν να χαμογελούν.

«Μπορείτε να μας δείξετε που να πάμε; Είναι κι οι άλλοι πιο πίσω…»

Ο ένας, ο νεώτερος, γεροδεμένος άντρας γύρω στα 30 – 35 με το πιο τσιγκούνικο χαμόγελο γύρισε και κάτι είπε στον άλλο.

«Εγώ!», έδειξε αμέσως μετά. «Θα σας πάω εγώ. Ανεβείτε στο τρακτέρ!»

Έτσι κατάλαβαν καθώς τους έδειχνε το σταματημένο πιο πέρα γεωργικό όχημα. Μια παράξενη λαμαρίνα στερεωμένη πάνω από τις ρόδες έμοιαζε με πρωτόγονο κάθισμα για δύο. «Εδώ!», τους έδειξε πάλι. Η Μαρία γύρισε προς τις φίλες της. «Είστε για περιπέτεια; Εγώ είμαι! Κάπου κοντά πρέπει να είναι η τοποθεσία, έτσι κατάλαβα. Θα μας πάει λοιπόν». Κοίταξαν η μια την άλλη κι ύστερα αποφασιστικά η Τζένη κι η Μαρία βολεύτηκαν στο κάθισμα – λαμαρίνα ενώ η Πολυξένη έπαιρνε θέση πλάι στον οδηγό που είχε ένα πλατύτερο χαμόγελο καθώς ξεκινούσαν.

Βγήκαν έξω απ’το χωριό, προχώρησαν σιωπηλοί ανάμεσα στα χωράφια, ύστερα ακόμα πέρα. Ψυχή τριγύρω μόνο άφθονα βάτα και πυκνοί αγκαθεροί θάμνοι. Δέντρα λιγοστά. Ώρα μεσημεριού και η ζέστη άρχισε να γίνεται ενοχλητική.

«Μα που μας πάει;», μουρμούρισε η Πολυξένη.

«Πίστευε και μη ερεύνα!», είπε η Μαρία όμως η ματιά της ερευνούσε τριγύρω, πόση ερημιά, πουθενά κάποια φιλόξενη δροσιά, ένα πλάτωμα.

Προχωρούσαν ολοένα. Η Μαρία άγγιξε μόλις με τις άκρες των δακτύλων της την πλάτη του οδηγού.

«Είναι πολύ μακριά ακόμη;», ρώτησε. Ξάφνου αυτός σταμάτησε απότομα. Θυμάρια και σκίνα κι ανάμεσα ένας μικρός επίπεδος χώρος τόσο στενός και άβολος.

«Εδώ», είπε αυτός γυρίζοντας πίσω το κεφάλι. Έδειχνε.

«Τι εδώ;» απόρησε η Μαρία. Τότε παρατήρησε πως ο άντρας δεν χαμογελούσε πια. Μια κακιά φλογίτσα όλο και ανέβαινε στη ματιά του. «Εδώ!». Έδειχνε το μικρό πλάτωμα. «Εδώ», της έγνεφε με άγριο τρόπο. «Εσύ! Έλα!» Κατέβηκε και προχωρούσε… Η γλώσσα των χεριών δε λάθευε με τα σκοτεινά της υπονοούμενα… Οι άλλες δυο είχαν παγώσει. Ούτε να μιλήσουν, ούτε να φωνάξουν! Και ποιος θα τις άκουγε στην ερημιά; Ο θεός και ο οι τέσσερις άνθρωποι μόνο. Και δυνάστης ο ένας! Παντοδύναμος. «Έλα!», ξανάπε πιο δυνατά. Η ματιά του καρφωμένη σκληρή, ατσαλένια στο πρόσωπο της Μαρίας. Η διαταγή ήταν φανερό, δεν έπαιρνε αναβολή. Η Μαρία κατέβηκε από τη ρόδα, έκανε δυο – τρία δειλά βήματα. Δεν ήξερε ούτε που να πάει ούτε πώς να φύγει… Μόνο προχωρούσε κι αυτός να δείχνει το μικρό χώρο όπου δυο άνθρωποι μπορούσαν να ξαπλώσουν! «Εδώ!»…

Έφτασε και στάθηκε πρόσωπο με πρόσωπο αντίκρυ του… Κοίταξε μέσα στα σκληρά του μάτια. Τα δικά της είχαν αρχίσει να δακρύζουν. Όμως όχι, κράτησε τα δάκρυα πριν κυλήσουν. Και τότε σήκωσε το χέρι της αργά. Τ’ακούμπησε στην καρδιά της κι ύστερα άγγιξε το δικό του στήθος. Σαν παράκληση. Σαν διαπίστωση… Αδέρφια! «Καρντάς!», είπε. «Εσύ κι εγώ Καρντάς!». Ξανά και ξανά το χέρι πήγαινε κι ερχόταν απ’την μια καρδιά στην άλλη. Ο άντρας ξαφνιάστηκε! Σταμάτησε να δείχνει χάμω το χωμάτινο κρεβάτι… Μετέωρος σαν χαμένος. Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν βαριά σαν πέτρα. Τα χτυποκάρδια αόρατα και καταλυτικά…

«Καρντές;» είπε σα να αναρωτιόταν κι ύστερα σαν να απαντούσε επιτέλους με σίγουρη παραδοχή κι η ματιά του είχε παράξενα αλαφρώσει.

«Καρντές». Εδειξε το τρίτροχο που περίμενε με τις άλλες γαντζωμένες πάνω του κοπέλες. Πάμε, έγνεψε χωρίς να μιλήσει άλλο. Θα σας γυρίσω πίσω, πάμε, έλεγε το σταθερό του βήμα.

Τους έφερε πίσω κι έφυγε βιαστικά. Η υπόλοιπη παρέα στα κέφια της!

«Αργήσατε, όμως εμείς φροντίσαμε για όλα! Ύπνος κάτω απ’τ’αστέρια στους σάκους μας, πρόχειρο φαγητό και πολλή συζήτηση. Και διαλογισμός! Α, πολύ εγκάρδιος λαός οι Τούρκοι! Κοιτάτε τα φιλέματα από το χωριό!»

Η Μαρία πλησίασε αμίλητη τον άντρα της. Το πρόσωπό της κρύφτηκε στο λαιμό του. «Ευχαριστούμε!», είπε σιγά. Αυτός την απομάκρυνε απαλά. «Λοιπόν; Πως περάσατε;» Την κοίταζε βαθειά στα μάτια. «Δεν βρήκατε τίποτα ενδιαφέρον για να περάσουμε τη νύχτα;». Η Μαρία έπιασε τα δυο του μάγουλα, το φιλί που σφράγισε το δικό του χαμόγελο φαίδρυνε και τα δικά του χείλη. «Όχι αγάπη μου, γυρίσαμε σε σας με τη σιγουριά πως κάτι θα είχατε βρει και κανονίσει εσείς! Εδώ τ’αστέρια είναι πιο φιλικά, πιο ήμερα κι ας είναι και τούρκικα. Αλήθεια, μας χαμογελούν!»

«Φτάνει που γυρίσατε σε μας! Γερές και χαρούμενες!», είπε εκείνος.

Γύρισε στις φιλενάδες της που γελούσαν κι αυτές χαρούμενα και αγκαλιασμένες. «Πολύ ωραία η τούρκικη φύση σ’αυτά τα μέρη!» είπε η Πολυξένη.

Πέρασαν μια αξέχαστη νύχτα κάτω από τον υπαίθριο τουρκικό μανδύα.

 

11 Αυγούστου 1999

Πάρα πολύς ο κόσμος στο λόφο του Τσορούμ, άνθρωποι από διάφορα μέρη της Γης, όλοι με τα ειδικά γυαλιά, με μικρά τηλεσκόπια και διάφορα φωτογραφικά και άλλα τεχνολογικά μέσα. Και η παρέα εκεί αρκετές ώρες πριν.

Δυο και είκοσι ακριβώς μετά το μεσημέρι η ζεστή αυγουστιάτικη πάμφωτη μέρα άλλαξε ολόξαφνα. Καθώς το βλέφαρο του ήλιου χαμήλωσε σα νυσταγμένο κι έκλεισε ύστερα βαριά σαν σε ύπνο θανατερό, η φύση ακολούθησε ανήμπορη και πτοημένη. Ένα απόλυτο, αφύσικο σκοτάδι βασίλεψε παντού… τα πουλιά σώπασαν όλα με μιας. Ένας ψυχρός, ολόψυχρος αέρας φύσηξε ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων που ανατρίχιασαν. Τ’αστέρια φάνηκαν πάρωρα τόσο μακρινά μέσα σ’ένα αμέτοχο, ξένο, νυχτερινό ουρανό.

«Μια υπόμνηση ενός μελλοντικού θανάτου του πλανήτη μας όταν Εκείνος το θελήσει», ψιθύρισε ο Αριστείδης. «Πρέπει να το θυμόμαστε!».

 

Ύστερα από λίγες μέρες σ’εκείνο το σημείο της γης, ένας ολέθριος σεισμός προκάλεσε τον αδύναμο ανυπεράσπιστο άνθρωπο σε μια άνιση πάλη. Τ’άλλαξε όλα… Εξαφάνισε χιλιάδες ζωές, καταρράκωσε υπάρξεις και προσπάθειες. Ισοπέδωσε την ανθρώπινη έπαρση σε μια καθολική θεώρηση. Μπροστά στην υπερφυσική δύναμή του οι απλοί άνθρωποι ξεχνώντας έχθρητες, διαφορές, σύνορα και αμαρτωλές σκοπιμότητες προσπάθησαν να ενώσουν τις μικρές τους δυνάμεις στη πάλη με την ανελέητη φύση.

Καρντάς! σκέφτηκε με συγκίνηση η Μαρία καθώς διάβαζε στις εφημερίδες για την ελληνική αποστολή προς τη γειτονική χώρα από αποφασισμένους ανθρώπους για να βοηθήσουν με αυταπάρνηση τον ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΟ τους. Αυτό μόνο. Χωρίς σύνορα κι απαγορεύσεις, χωρίς απειλές.

 

 

 

 

 

Το δίλημμα του Μάρκου Τέναγου

 

Η αίθουσα γεμάτη. Αστραποβολούσε καθαρή, περιποιημένη και ολοφώτεινη. Όχι πως δεν είχε σταθεί σα κύριο πρόσωπο, σαν ομιλητής και σε άλλες όχι λίγες παρόμοιες αίθουσες, όμως εδώ, το ζούσε τόσο δυνατά, τόσο ηδύαιχμα (του άρεσε να βρίσκει νεόπλαστες λέξεις από την «απέραντη ελληνική λογοθάλασσα», την είχε βρει λοιπόν αυτή τη λέξη και την κρατούσε πετράδι πολύτιμο στο νου και στα κείμενά του). Ήταν και το θέμα «ηδύαιχμο». Εκείνο το βράδυ, θα παρουσίαζε ο ίδιος το βιβλίο του, έτσι το επιθυμούσε. Αλλιώς μιλάς εσύ με τη δική σου φωνή για το δημιούργημά σου και αλλιώς ένας ξένος οποιοσδήποτε ομιλητής.

             Το θέμα τον είχε απασχολήσει για πολύ καιρό. Συναρπαστικό. Και με τον εαυτό του το είχε κουβεντιάσει συχνά. Όχι γιατί τον έσπρωχνε προς τα εκεί η ηλικία του, στη χρυσή εποχή της «Γνώσης» βρισκόταν ακόμη. Στα εξήντα του χρόνια. Με τις άριστες θεολογικές – λογοτεχνικές κατακτήσεις του, που ήταν πλατιά αναγνωρισμένος. Και στο πανεπιστήμιο λέκτορας, και εκτός ακαδημαϊκής καριέρας σε κύκλους πνευματικούς να «διαλέγεται» και να κρέμονται από τα χείλη του. Θέμα ήταν η ευθανασία. Το δικαίωμα ενός πλάσματος να αποφασίζει για την ίδια τη τύχη του, όταν η ποιότητα της ζωής έχει ανεπανόρθωτα ευτελιστεί. Όταν ο σωματικός ή και ο ψυχικός διανοητικός κόσμος έχει καίρια θιχθεί, τότε η Φυγή είναι μια έντιμη λύση. Η εθελουσία σε όλη της την έκταση Φυγή. Να διαλέγεις την ώρα, τον τρόπο, ακόμα και τη στάση, την εμφάνισή σου στο πρώτο αντίκρισμα από τους άλλους, και τις τελευταίες σου σκέψεις. Όλα! Σε επέκταση και όταν το αδύνατο ανθρώπινο πλάσμα δεν θα είναι σε θέση να αποφασίσει μόνο του, να έχουν το δικαίωμα και οι άλλοι, με τις σωστές προϋποθέσεις, να του χαρίζουν μια «ηδυθανάτια» απόλαυση.

            Θρίαμβος η βραδιά! Άλλη μια ολόκληρη ώρα κατόπι η συζήτηση με τους ακροατές και τις απορίες τους. Το συμπέρασμα; Η συντριπτική πλειοψηφία των παρόντων συμφώνησε απόλυτα με τις απόψεις του. Πολλοί είχαν κοντινά τους παραδείγματα και τα ανέφεραν. «Και για τον εαυτό μας τον ίδιο αν ξέραμε πως θα βρισκόταν σε μια τέτοια θέση και την ώρα που θα βιώναμε αυτή τη θέση τόσο σκληρά, ζωντανά, εξ επαφής, θα λέγαμε, ναι, προχωρήστε!». Αφού δεν μπορούσε να ορίσουμε τη σωματική μας συμπεριφορά, δεν μπορούμε να επιστρατεύουμε την καθάρια λογική για να πάρει τις σύντομες, σωστές αποφάσεις, ας εναποθέσουμε την ευθύνη της εκτέλεσης στους άλλους. Τους δικούς μας ανθρώπους που με κίνητρο την αγάπη και την συμπόνια για τον πάσχοντα θα θελήσουν να προχωρήσουν.

            Ευθανασία: Πόσοι από τα ανθρώπινα πλάσματα έχουν την θεία εύνοια να βιώνουν αυτή την καλόηχη λέξη στο φυσικό τους θάνατο; Τον απρόκλητο; Όμως σίγουρο για την «κάποτε», «κάποια» έλευσή του;

            Το βιβλίο ήταν καλοτυπωμένο, το εξώφυλλο καλλιτεχνικό με αφηρημένα σχεδιάσματα, έτσι αόριστα με την χρωματική τους πανδαισία και ο τίτλος τρανταχτός, δυναμικός και σίγουρος για τη χιλιόδρομη σημασία του. ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ. Η λέξη αγκαλιασμένη μέσα στα χρώματα όμως ευκολοδιάκριτη.

            Το όνομα του συγγραφέα κάτω δεξιά στη σελίδα σε μια όχι συνηθισμένη για τίτλους βιβλίων θέση, ήταν σα να σήκωνε όλο το βάρος από τα σχέδια, τα χρώματα, τα νοήματα. Πάνω στις δυο του λέξεις. Μάρκος Τέναγος

            Δέσποζαν στην είσοδο της αίθουσας πάνω στο καλοβαλμένο τραπεζάκι οι μικροί τόμοι των βιβλίων και δεν υπήρξε κανένας που να μην πλησίασε στο τραπεζάκι να αποθέσει το αντίτιμο και να πάρει το αντίτυπο. Ο Μάρκος Τέναγος τη χάρηκε αυτή την ώρα μετά το τέλος της όλης παράστασης, όρθιος, να βάζει με σίγουρο χέρι τη σύντομη υπογραφή  στην πρώτη άσπρη σελίδα. Και η βοηθός του, η όμορφη κατάξανθη, θαλασσομάτα Μάρω (πόσο ταίριαζε με την θριαμβευτική βραδιά) να προσφέρει σε όσους ήθελαν το ποτηράκι με το «ηδύποτο» από το μεγάλο δίσκο στο πλάι.

            Θυμόταν… παράξενο! Ήταν τα πρώτα που του ήρθαν στο θολωμένο μυαλό όλα τούτα από τη στιγμή που ένιωσε εκείνη τη φοβερή ζαλάδα, την αστάθεια, την αντάρα και το φόβο ενός «επικείμενου» θανάτου μέσα στο κεφάλι του. Λες; Λες;

            Ύστερα, δεν ήξερε πως… βρέθηκε σε ένα άσπρο δωμάτιο και τα φώτα ασπριδερά και οι φορεσιές των γιατρών  αντρών και γυναικών που ήταν πολλοί τριγύρω, άσπρες κι αυτές. Προσπάθησε να σηκώσει το χέρι να χαιρετήσει… όμως όλα είχαν γίνει ακατόρθωτα. Και η ομιλία του, λέξη δεν έβγαινε από το κλειδωμένο στόμα. Μόνο κάποιοι παράξενοι, ηχηροί αναστεναγμοί. Έκλεισε τα μάτια να μην βλέπει. Τότε κατάλαβε πως άκουγε! Ναι! Οι θεραπευτές είχαν ξεθαρρέψει, μιλούσαν αναμεταξύ τους, σιγά βέβαια, όμως τόσο που μπορούσε αυτός να ακούει.

            «Εγκεφαλικό επεισόδιο»

            «Θρομβωτικό επεισόδιο, αναμφισβήτητα»

            «Η μαγνητική τομογραφία είναι σαφής»

            «Αφασία, θρόμβος στην αριστερά κροταφική χώρα»

            «Καταλαβαίνω», ήθελε να τους φωνάξει, «Σας ακούω και καταλαβαίνω»

            «Είναι ο Μάρκος Τέναγος, συγγραφέας της Ευθανασίας, βιβλίο ‘ιατρολογοτεχνικό’» (κάποιος τον γνώριζε ως φαίνεται).

            Δεν ζαλιζόταν πια. Όμως ήταν έτοιμος να βυθιστεί σε έναν μακάριο ύπνο, ένα σβήσιμο που όλο και πιο σίγουρο γινόταν. Τόσο αδύναμος στις κινήσεις. Έτσι λοιπόν; Είναι το τέλος; Μα, έτσι, στα ολόξαφανα; Χθες ακόμα με τη Μάρω σ’ένα ξεφάντωμα… τώρα η γυναίκα του στεκόταν στο πλάι. Είχε γυρίσει από το νησί όπου είχε πάει με το σύλλογο «Γυναικείες Εξορμήσεις» και του κρατούσε το ακούνητο χέρι, μιλούσε με τους γιατρούς: «Σας παρακαλώ κάντε ό,τι μπορείτε. Και μόλις λίγες μέρες πριν, είχε παρουσιάσει ο ίδιος το βιβλίο του που το αγαπούσε τόσο» (στον αόριστο χρόνο το ρήμα) κι αυτός να μην μπορεί να μιλήσει να μην δύναται να κουνηθεί και το βιβλίο εκεί, τόσο πειστικό. Όταν η ζωή ευτελιστεί… είναι παραδεκτή, είναι νόμιμη η ευθανασία; Λες να την γυρέψει για κείνον η γυναίκα του; Είχαν και μερικούς πρόσφατους καβγάδες για την τόσο συχνή παρουσία της Μάρως κοντά του… η γυναίκα του ήξερε και τις ενθουσιώδεις απόψεις του περί ευθανασίας. Μα κι αυτός τώρα να τις συζητήσει ήθελε. Κάντε την να τελειώνουμε! Μια ζωή τόσο υποβαθμισμένη θα είναι ζωή; Νέος ακόμη και ικανός για πολλά. Τι δίλημμα! Προχωρήστε λοιπόν! Κάντε με ό,τι θέλετε, να τελειώνουμε.

            Μια όμορφη γιατρίνα προσπαθούσε να βρει τη φλέβα στο «καλό» χέρι. Ο ορός κρεμόταν από ένα «στατό». Οι σύριγγες άδειαζαν μέσα του από το χέρι μιας νοσοκόμας. Πόσο βαριά τα πόδια του! Μόνο το αριστερό μπορούσε κάπως να κινηθεί. Ευθανασία λοιπόν, και όλα τα δεινά τετελειωμένα.

            Είχαν σταματήσει όλοι μαζί, και η γυναίκα του που είχε αφήσει το χέρι του και είχε προχωρήσει μαζί τους, απομακρυσμένοι πια όλοι από κείνον, κοντά στην πόρτα να συνομιλούν ζωηρά.

            Τώρα θα πάρουν τελική απόφαση. Ίσως κάτι σαν υπακοή στα κελεύσματα του βιβλίου. Αυτό θέλει; Αυτό;

            Η ανάσα του έγινε γρήγορη. Είναι σίγουρος; Λίγη επιείκεια από το χρόνο. Ο Θεός είναι μεγάλος. Πάλευε με την νάρκη που τον κύκλωνε, πάλευε με το κλειστό του στόμα που είχε αφύσικα αλλάξει σχήμα, με την επιθυμία να εκφραστεί, να τους δώσει να καταλάβουν. Μια γιγάντια επιστράτευση του «θέλω», του «μπορώ», του «ελπίζω».

            Η λέξη βγήκε καθαρή, ηχηρή, απίστευτα δυνατή. ΟΧΙ! φώναξε, ΟΧΙ! Και δεύτερη φορά με την ίδια ένταση. Στάθηκαν όλοι ξαφνιασμένοι… γύρισαν κοντά του. Ο πιο ηλικιωμένος έβαλε το χέρι του πάνω στο δικό του. «Μη φοβάστε κε καθηγητά, όλα θα πάνε καλά. Θα σας βοηθήσουμε. Μη φοβάστε», είπε.

            «Ευχαριστώ!», είπαν τα χείλη του Μάρκου Τέναγου, χωρίς να κινηθούν.

            Ένας παμφώτεινος ήλιος δυνάστευε έξω το τοπίο.

 

 

 

Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ

Θυμόταν… όταν έφτασαν κοντά στο βράχο ξαφνικά όλη εκείνη η παιχνιδιάρικη διάθεση, η ρηχή ευθυμία, το κέφι, όλα καταλάγιασαν. Κάτι το τραγικά υποβλητικό τους κύκλωσε, πλανιόταν στον αέρα μέσα στο κρυστάλλινο πρωινό.

 Ήταν μια παρέα από τέσσερα ζευγάρια, όλοι νέοι, που ξεκίνησαν μαζί από την πατρίδα κι είχαν πολύ λογαριάσει αυτό το ταξίδι.

Φθινόπωρο, Σεπτέμβρης μήνας όμως καλοκαίρι, ολοφώτεινο και ζεστό θυμάται, το κάτασπρο φουστάνι της Αννί, τα γυμνά της πόδια μέσα στα σαντάλια. Τα κοντομάνικα πουκάμισα.

-Στην πατρίδα θα φορούσαμε τώρα τα χοντρά μας μάλλινα, είπε γελώντας η Αννί. Το χέρι της μέσα στο δικό του, ανέβαιναν με το κεφάλι ψηλά, να βλέπουν τα άσπρα μάρμαρα που όλο τους καλούσαν στην κορφή του βράχου. Μέσα στο σακίδιο είχε ένα μικρό βιβλίο. «Η ιστορία του Ιερού Βράχου», μετάφραση από το έργο ενός Έλληνα συγγραφέα. Το είχε διαβάσει αργά και προσεκτικά κι όλα εκείνα που έγραφε κοντά στις άλλες γνώσεις, του σχολείου, σ’ό,τι είχε διαβάσει κι ακούσει μέχρι τότε… Σα να πήγαινε να συναντήσει παλιούς αγαπημένους φίλους, που δεν τους γνώριζε από κοντά, όμως θέλει τόσο να τους αντικρίσει, να κουβεντιάσει μαζί τους…

Είχε ως τότε επισκεφτεί μερικούς από τους αναρίθμητους τόπους του κόσμου. Η Γαλλία, η Γερμανία, η Αυστρία, η ισπανική ομορφιά, του είχαν ανοίξει τις πύλες τους. Τα ταξίδια ήταν η μανία του. Τώρα ήθελε να βάλει και την Αννί μέσα στη μαγεία τους. Την προηγούμενη χρονιά τους κέρδισε η Ιταλία. Αυτή τη φορά το είχε πολύ μελετήσει. Διάβασε, προγραμμάτισε, οι άλλοι φίλοι συμπλήρωσαν την ομάδα μ’όλη την επίγνωση του τι ήθελαν να δουν και να κερδίσουν απ’αυτό το ταξίδι, στην Ελλάδα… Το ίδιο κιόλας πρωινό η ανάβαση στο Βράχο της Ακρόπολης: «Ο πρώτος Παρθενώνας που χτίστηκε, ο ‘πώρινος ναός’, καταστράφηκε στους Περσικούς πολέμους το 480 π.Χ. Όμως το όραμα του Περικλή τον ξανάστησε, με την τελική του μορφή, στα 450 μ.Χ.»

Καθώς ανέβαιναν, ο Παρθενώνας ερχόταν όλο και πιο κοντά τους.

-Γιατί νιώθω τόσο συγκινημένος; Λες στη προηγούμενη ζωή μου να ήμουν Έλληνας;

Θυμάται που ρώτησε… Η Αννί γέλασε:

-Πολύ ξανθός για Έλληνας!

-Λάθος κάνεις! Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ξανθοί, γαλανοί, το έχω διαβάσει!

-Μπορεί τότε να ήμουν κι εγώ Ελληνίδα και να είχαμε αγαπηθεί εδώ, σε τούτη τη γη! Μπορεί να κατοικούσαμε κοντά σε τούτο το Βράχο! Και ν’ανεβαίναμε για προσκύνημα στο ναό της Αθηνάς!

Οι άλλοι φίλοι είχαν προχωρήσει, τους είχαν χάσει από τη ματιά τους. Τράβηξε την κοπέλα από το χέρι, κάθισαν σε μια μεγάλη πέτρα.

Νέοι, νιόπαντροι κι ερωτευμένοι. Η Ακρόπολη είχε δέσει τον ίσκιο της με την πιο γλυκιά τους ώρα… Τόσο πολλά, τόσο ατέλειωτα χρόνια από κείνο το χρυσογάλαζο πρωινό, από τη στίλβουσα λευκότητα του Βράχου! Η Αννί ήταν η ίδια η χαρά και η ομορφιά της ζωής. Ο δρόμος για τα Προπύλαια οδηγούσε στο Αιώνιο Θαύμα. Ένα θαύμα ήταν, να μπορείς να ζεις και να το χαίρεσαι!

Η εικόνα ερχόταν πολλές φορές μπροστά του πάντα γλυκιά, θαμπωτική και μεγαλόπρεπη. «Τα σχέδια για το χτίσιμο του Παρθενώνα ήταν του Ικτίνου και του Καλλικράτη. Όμως, ο Φειδίας, ο μεγαλύτερος γλύπτης των αιώνων, είχε το γενικό πρόσταγμα…  Ο ναός θεμελιώθηκε πάνω στο παλιό κρηπίδωμα του ναού της θεάς Αθηνάς… Και μέσα στο σηκό του στήθηκε το πελώριο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Θεάς, έργο κι αυτό του Φειδία».

Η Αννί άκουγε, ακουμπισμένη στον ώμο του. Ύστερα ήρθαν και οι άλλοι φίλοι, ένας ξεναγός τους εξηγούσε κι αυτοί άκουγαν σε στάση προσοχής. Το Ερέχθειο, ο σημαντικότερος σωζόμενος ναός ιωνικού ρυθμού στην Ακρόπολη. Εδώ ο Ποσειδώνας είχε χτυπήσει με την τρίαινά του, θυμωμένος με τη θεά Αθηνά γιατί διεκδικούσε κι εκείνη την κυριότητα της Αθήνας. Όμως οι έξι κομψοί ιωνικοί κίονες στέκουν ανίκητοι στο χρόνο. Στη νοτιοανατολική πλευρά του οι πανέμορφες Κόρες, οι Καρυάτιδες… Η Αννί, κρατούσε την αναπνοή της, με σηκωμένο το κεφάλι, με τα ξανθά μαλλιά της δεμένα ψηλά, αέρινη μέσα στο άσπρο της φόρεμα. Τα γαλάζια της μάτια χόρταιναν ομορφιά, κοιτάζοντας τις θλιμμένες περήφανες Κόρες που ακούραστοι σήκωναν στα ωραία κεφάλια τους, το επιστύλιο του ναού… Τα περίτεχνα φορέματά τους θαρρείς θ’ανέμιζαν στο ελαφρότατο αεράκι… Η μια Κόρη βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Κλεμμένη απ’τον Αγγλο λόρδο Έλγιν.

Πολλά χρόνια ύστερα από την «ημέρα στην Ακρόπολη», συνάντησαν την «Κόρη» στο Βρετανικό Μουσείο. Μέσα στην πανδαισία του φωτός, στην περίοπτη θέση της έστεκε κι άστραφτε από θλίψη…

-Θυμάσαι, είχε ρωτήσει την Αννί που δεν ήθελε να ξεκολλήσει από τη θέση της, να τη βλέπει.

-Δεν έχω συναντήσει κάτι πιο μοναχικό! είπε κείνη και τα μάτια της υγρά.

Στο ναό του Ερεχθείου έμειναν για ώρα πολλή. Ο ξεναγός τους εξηγούσε. Μιλούσε μ’ένα πάθος στη φωνή, δε φαινόταν πως κουράζεται να τα λέει τόσες φορές.

Τότε, θυμάται, άφησε τους άλλους να προχωρήσουν λίγο –θα βγάλω μερικές φωτογραφίες, είπε στη γυναίκα του που ακολούθησε τους φίλους. Εκεί, στη βάση, κάτω από τις Καρυάτιδες που τον αντίκριζαν από τα εφτά μέτρα ύψος, κάτω από την αμφίβολη τραυματισμένη από το χρόνο ματιά τους, έσκυψε, έβαλε το χέρι. Κάνοντας πως θα δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών του…

Ένα κομμάτι μάρμαρο αντιστάθηκε για λίγο στο κάλεσμά του, ξεκόλλησε ύστερα, γέμισε πρόθυμα τη χούφτα του. Το τρύπωσε γρήγορα στον ανοιγμένο του σάκο… Η καρδιά του χτυπούσε να σπάσει, τι ντροπή αν τον έπιαναν κείνη τη στιγμή! Όμως η επιθυμία να κρατήσει κάτι από όλη εκείνη την ομορφιά ήταν τόσο μεγάλη, τόσο ακατανίκητη!

Ύστερα τριγύρισαν ακόμη για ώρα πολλή, μπήκαν στο Μουσείο. Θαύμασαν την ομορφιά της Αθήνας από κει πάνω, τότε δεν είχε το μαύρο σύννεφο να τη σκεπάζει όπως μαθαίνει πως γίνεται τώρα… Μίλησαν για Ιστορία…

-Θα ξανάρθουμε… Είναι κάτι που δε συγκρίνεται με τίποτε άλλο, είπε η Αννί. Θέλω να μου το υποσχεθείς Ζακ!

Δεν το είπε αμέσως της Αννί. Στο ξενοδοχείο άνοιξε με τρόπο τη βαλίτσα και βαθιά στον πάτο της τυλιγμένο σε μια πετσέτα τοποθέτησε το μαρμάρινο λάφυρο.

 

Όταν έφτασαν στην πατρίδα, οι Βρυξέλλες τους υποδέχτηκαν με βροχή. Την ασταμάτητη φθινοπωρινή βροχή τους. Όμως είχαν κρατήσει Ήλιο στο χρυσοκοκκίνισμα της επιδερμίδας τους και μέσα στην καρδιά τους. Η Αννί τιτίβιζε χαρούμενα βγάζοντας τα καλούδια, τα ρούχα και τα θυμητικά ένα – ένα από τις αποσκευές. Εκείνος τότε πήρε την πετσέτα, την άνοιξε. Το μάρμαρο φάνταξε χλομό, κιτρινισμένο μέσα στο τεχνητό φως.

-Τι είν’αυτό; είπε έκπληκτη εκείνη.

-Είναι δικό μας και θα ζήσει πάντα μαζί μας, είπε αυτός και κάτι σαν τελετουργία, στις κινήσεις, καθώς έβγαλε όλα τ’άλλα αντικείμενα από το ράφι μιας εταζέρας. Το τοποθέτησε μόνο. Μοναχικό και πανέμορφο στο μικρό ράφι.

Η Αννί ήρθε πολύ κοντά.

-Πότε το πήρες, πώς; είπε με θαυμασμό. Για κοίτα Ζακ; Μου φαίνεται σα ν’αναπνέει! Κοίταξε, έχει φλέβες; Νομίζεις πως αίμα κυκλοφορεί μέσα του!

Λεπτές, ωχροκίτρινες γραμμές διακρίνονται στην όψη του. Όσες φορές κι αν στάθηκε να το κοιτάξει από κοντά, θυμόταν τη φράση της Αννί.

-Ανασαίνει! Είναι ζωντανό! Αίμα κυκλοφορεί εντός του; Και σαν μια κίνηση στήθους που αναδεύεται σε ανάσα ζωής!

 

Τα χρόνια κύλησαν, όλα αλλάζουν μέσα στο σπίτι της “Avenue des Jardins”. Τα παιδιά γεννήθηκαν τέσσερα, το ένα ύστερ’από το άλλο. Μεγάλωσαν, σχολειά, Πανεπιστήμια. Χαρές και λύπες μπαινόβγαιναν κι αυτές. Ο μικρός, ο Πιέρ, χάθηκε στα τέσσερά του χρόνια, τότε το σπίτι είχε σκοτεινιάσει για πολύ καιρό… Ύστερα ήρθαν και γάμοι. Δυο κόρες έφυγαν νυφούλες από το σπίτι. Κι ήταν σα να φορούσε τ’άσπρα μια Αννί, μ’όλη τη χλομή ξανθή της ομορφιά.

Η δική του η Αννί όλο και πιο σκυφτή, άλλαζε σχήμα το κορμί της, τα μαλλιά της χρώμα, το γλυκό της πρόσωπο σκαμμένο από τα μονοπάτια του χρόνου που περνούσε ανάμεσά τους.

-Κι εσύ το ίδιο! του μηνούσε ο καθρέφτης του.

Σταματούσε μπροστά στο μικρό έπιπλο, όπου πάνω του άσπριζε το περήφανο κομμάτι του μαρμάρου. Το χαιρετούσε σιωπηλά. Ορόσημο ενός ακατάλυτου χρόνου.

-Εσύ θ’ανασαίνεις πάντα μια ακατανίκητη νιότη! Αιώνιο εσύ!

Στο πλάι του ακουμπισμένο μόνο το βιβλίο «Η ιστορία του Ιερού Βράχου».

Τώρα δεν έβγαινε πια πολύ. Δεν καλόβλεπε. Η Αννί είχε φύγει ήρεμη και καρτερική ως το τέλος. Τα παιδιά, τα εγγόνια έρχονταν με τη σειρά τους, κάθε βδομάδα και από κάποια να του χαρίσουν χαρά με την παρουσία και τη φροντίδα τους. Όμως, το σπίτι είχε μεγαλώσει απελπιστικά κι αυτός ήταν τόσο μονάχος μέσα κει, και ο χρόνος είχε χάσει το νόημά του. Παλιές φωτογραφίες και βιβλία τον συντρόφευαν. Πήρε και το μικρό έπιπλο στο δωμάτιό του. Ήθελε όλα τα πιο αγαπημένα του κοντά. Από το κρεβάτι του ξαπλωμένος μπορούσε να βλέπει το χλομό κομμάτι του μαρμάρου. Έχει πάντα τις ωχροκίτρινες ζωντανές του φλέβες, τ’ανεπαίσθητα σκαλίσματα. Τις νύχτες που αγρυπνούσε ανέπνεε κοντά τους, ήταν σίγουρος.

Κι ήταν μια τέτοια αργοκύλητη νύχτα αγρύπνιας που σκέψεις παράξενες και πρωτοφανέρωτες τον τριγύρισαν. Άναψε το μικρό φως του κομοδίνου. Ήρθε μπροστά του ο χαριτωμένος ασύμμετρος ναός του Ερεχθείου. Πως άλλαζε όψη και μορφή σαν τον κοίταζες από την κάθε του πλευρά! Ο αρχιτέκτονας που τον έχτισε δεν είναι γνωστός. Οι Αθηναίοι πίστευαν πως προστάτευε τον τάφο του μυθικού τους μονάρχη, του Κέκροπα. Που η ιστορία του χάνεται μέσα στην αχλύ του μύθου. Τον καιρό της βασιλείας του έγινε η έριδα ανάμεσα στη θεά Αθηνά και τον Ποσειδώνα, για το ποιος θα κατακτήσει την πόλη της Αθήνας. Νίκησε η Αθηνά κι ο Ποσειδώνας τότε χτύπησε θυμωμένος με την τρίαινα το ναό…

Η πέτρα τον παρατηρούσε από το ράφι έτοιμη να του μιλήσει… Η αναπνοή της θαρρείς σ’αρμονική κίνηση με τη δική του. Ποιος ξέρει, ποιος μπορούσε να πει από ποιο κομμάτι του ναού, του τάφου του Κέκροπα, από ποιο άλλο ιερό κτίσμα είχε λείψει αυτή η πέτρα; Τόσο ξέταιρη η παρουσία της μέσα σ’αυτό το δωμάτιο. Πρώτη φορά το’νιωσε βαθιά, πόσο έγραφε μια αταίριαστη ιστορία τούτο το λάφυρο σ’αυτή τη μακρινή του χώρα. Που είναι ο ήλιος, που είναι τα γύρω μάρμαρα να παλεύουν με την καυτερή του ανάσα και ποτέ να μη λιώνουν! Που είναι η αγκαλιά της Ιστορίας ολόγυρα;

Πόσο πελώριος εγωισμός, για να κρατήσει αυτό το ξεριζωμένο, το ξενιτεμένο κομμάτι… Ναού; Κολόνας που κάποτε υψωνόταν και ιστορούσε;

Κι εκείνος τόσο γέρος πια κι ανήμπορος. Τόσο προσωρινός κι εφήμερος, πως μπορούσε να διαφεντεύει ένα μικρό κομμάτι αιωνιότητας;

Το φαντάστηκε ύστερα από κείνον, ένα ασήμαντο πέτρινο αντικείμενο. Ξεφτίδι παλιού καιρού, θα το πετούσαν σε μια άκρη να βιώνει την προδομένη του αιωνιότητα. Μια ανατριχίλα τον διαπέρασε. Αυτό το λένε τύψεις! σκέφτηκε.

Άφησε το φως αναμμένο όλη νύχτα. Ο χώρος είχε γεμίσει από άυλες παρουσίες. Η Αννί, οι φίλοι οι φευγάτοι. Η μαρμάρινη κολόνα… Οι «Κόρες» του Ερεχθείου που τον αντίκριζαν με τη στοχαστική ματιά τους πάνω από την τραυματισμένη τους όψη…

Μπορεί να’ναι ένα κομμάτι από μας και θα μας λείπει… Έλεγε η ματιά τους.

Σηκώθηκε πολύ πρωί. Πήρε το μαρμάρινο πλάσμα. Χάρηκε για λίγο ανάμεσα στα χέρια του κάθε άκρια, στρογγυλάδα και κόχη. Αίμα κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του... του ψιθύρισε η Αννί… Ύστερα το τύλιξε προσεχτικά σε μαλακό χαρτί, έγινε ένα όμορφο δέμα μέσα στο χαρτονένιο κουτί, με το χάρτινο περιτύλιγμα. Έγραψε πάνω καθαρά τη διεύθυνση:

 

                                    Ambassade de Grece

                                    2 Av. Franklin Roosevelt

                                    1050 Bruxelles

 

Μέσα ήταν το μικρό γράμμα που έγραφε:

Κύριε Πρέσβυ,

Αυτή η πέτρα – ξενιτεμένη από την Ακρόπολη των Αθηνών – βρισκόταν κοντά μου για πολλά – πολλά χρόνια. Την πήρα – την έκλεψα πρέπει να πω – από το ναό του Ερεχθείου – ζητώ συγνώμη. Όμως την αγάπησα και τη σεβάστηκα. Ήταν το πολυτιμότερο πράγμα που είχα. Τώρα μεγάλωσα, γέρασα πολύ και οι τύψεις με τυραννούν, καθώς η πέτρα με ρωτάει με τη δική της φωνή:

Είχα δικαίωμα να της στερήσω το ιερό της περιβάλλον;

Την επιστρέφω λοιπόν πριν εξαντλήσω την προσωρινότητά μου σε τούτο τον κόσμο. Σας παρακαλώ, κύριε πρέσβυ, βρείτε της πάλι τη θέση της μέσα στο χώρο του Ιερού Βράχου.

 

Το γράμμα δεν είχε υπογραφή.