Μελετήματα, εργασίες

 

Επιλεγμένα

 

- Η ιατρική - ο λόγος και η τέχνη σε καιρούς χαλεπούς. Το θέατρο

- ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ  ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ. Εκατόν τέσσερα χρόνια από την εκδημία του

- ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

- Γεώργιος Παπανικολάου. 53 χρόνια μνήμης

- Γεώργιος Σουρής (1853-1919)

 

 

Πολλά από αυτά τα μελετήματα έχουν φιλοξενηθεί σε εφημερίδες, περιοδικά, sites κ.α.

(Φωνή των Πειραιωτών, Κοινωνική, Ημερήσιος Δημότης του Πειραιά, Εστία, Pireorama.gr, Αιχμή -εφημερίδα της Αιτωλοακαρνανίας - Η Βούλα και ο κόσμος της, κ.α.)

 

Επίσης σε φιλολογικά και λογοτεχνικά περιοδικά 

(Νέα Ευθύνη, Πειραϊκά Γράμματα, Κελαινώ, Κασταλία, Νέα Αριάδνη, Νέα Σκέψη, κ.α.)

 

 

 

 

 

Η ιατρική - ο λόγος και η τέχνη σε καιρούς χαλεπούς
Το θέατρο

Η πατρίδα μας διανύει μια από τις δυσκολότερες καμπές στην ιστορία της. Όχι μόνο στον οικονομικό τομέα - που έχει πληγεί δραματικά – αλλά και σε κοινωνική παρακμή, έκπτωση ηθικών και πνευματικών αξιών. Χαλάρωση ηθών. Μια κάμψη πολλών κατακτημένων και δεδομένων πνευματικών και υλικών αγαθών. Κι ας υπάρχει μια παντοδύναμη τεχνολογία που εκτοξεύει καθημερινά και κάτι νέο, μια κατάκτηση που συμβάλλει στην βελτίωση της ποιότητας της καθημερινής ζωής.

«Η υψηλή τεχνολογία» –έχει πει ο JeanRonstand – «προσπαθεί να μας κάνει θεούς προτού αξιωθούμε να γίνουμε άνθρωποι». Όμως το ξέρουμε καλά, πως ο ανθρώπινος παράγων, η ανθρώπινη παρουσία είναι το καθοριστικό και δημιουργικό όπλο για την καταπολέμηση του όποιου ψυχικού ή σωματικού πόνου και τίποτα υλικό δεν μπορεί να τον αντικαταστήσει.

Η Ιατρική σαν επιστήμη – όπως και η Μουσική και η Εικαστική τέχνη, απ’όλες τις άλλες Τέχνες - διαθέτει τη μοναδικότητα μιας παγκόσμιας γλώσσας. Μπορεί να γίνεται νοητή και παραδεκτή σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, από οποιοδήποτε είδος πληθυσμού.

Όσον αφορά για τον ρόλο της Τέχνης – της Μουσικής και ιδιαίτερα του Θεάτρου – σε μια τέτοια εποχή ανατροπών και ανασφάλειας, είναι γνωστό ότι έχει οδηγήσει στην δραματική αύξηση της κατάθλιψης με τα επακόλουθά της σε πράξεις αυτοκαταστροφής των ανθρώπων. Ο αριθμός των ανθρώπων που βάζουν τέλος στη ζωή τους έχει αυξηθεί κατακόρυφα.

Φυσικά τον πρώτο λόγο για βοήθεια και συμπαράσταση έχει η ιατρική πράξη, το πλησίασμα με κατανόηση από την ιατρό στον πάσχοντα όμως και η Τέχνη φαίνεται ότι πολύ σημαντικό ρόλο. 

Αναφέρει η Θάλεια Ματίκα (θεατρολόγος) στο άρθρο της «Οι τέχνες ανθούν σε περιόδους κρίσης»:

«Σε εποχές κρίσης, περικοπής οικονομικών προνομίων, κοινωνικής και ιδεολογικής σήψης και παρακμής, κάθε μορφή τέχνης, ειδικότερα όμως της μουσικής και του θεάτρου, οφείλουν να μεγαλουργήσουν. Να εμπνεύσουν και να δημιουργήσουν δρόμους έκφρασης».

Τον τελευταίο λοιπόν αυτόν καιρό παρατηρούμε μια άνθηση των Θεατρικών Δρωμένων. Ο άνθρωπος, παρ’όλα αυτά τα δυσβάσταχτα προβλήματά του και κουβαλώντας τα μαζί του, γεμίζει τις θεατρικές αίθουσες, γυρεύοντας ανακούφιση, κάποια παρηγοριά. Μια ταύτιση ή μιαν απάντηση στα αναπάντητα ερωτήματα που τον κατακλύζουν και που ίσως τα βρει εδώ παροδικά, στην επαφή του με τη θεατρική τέχνη.

Το θέατρο ξεκινά από τα προϊστορικά χρόνια. Από το πρώτο ερώτημα που ο προϊστορικός άνθρωπος έθεσε για τον ίδιο του τον εαυτό. Ποιος είμαι; Από πού έρχομαι; Που βαδίζω; Αυτή η αναζήτηση της προέλευσης, αυτή η αγωνία για την πορεία μέσα στη ζωή και για το όποιο τέλος αυτής της πορείας μπορεί να βρει κάποια απάντηση μέσα στη φαντασία του και με την προσπάθεια της αναπαραγωγής της σκέψης του μέσα στα Θεατρικά Δρώμενα.

Θέατρο –από το ρήμα θεώμαι. Σημαίνει αυτό που παρίσταται. Ο τραγικός ποιητής Θέσπις, από τον  Αττικό δήμο Ικαρία (τον σημερινό Διόνυσο) έζησε τον 6ο π.Χ. αιώνα και η μνεία σ’αυτόν αποτελεί το πρώτο συγκεκριμένο ορόσημο στην Ευρωπαϊκή και θεατρική ιστορία, λέγεται πως αυτός έκανε τις μεταρρυθμίσεις στο θέατρο, χρησιμοποιώντας προσωπεία, τους κοθόρνους, κλπ. Λέγεται επίσης πως περιόδευε με το θίασό του πάνω στο άρμα με το όνομά του δίδοντας παραστάσεις σε διάφορους χώρους.

Στην κατοπινή ιστορία, το θέατρο εθεωρείτο μόνο ένα είδος ποιητικό, μέχρι και τη ρομαντική εποχή: Σκηνική παράσταση, όμως γρήγορα γίνεται η μετατροπή ενός γραπτού κειμένου σε αληθοφανή πράξη. Το θέατρο στηρίζεται στο διάλογο, αυτός είναι το βασικό του στοιχείο. Στο θέατρο συμπάσχουμε, σαν θεατές που είμαστε, με τα παθήματα, με τη ζωή του καλλιτέχνη κι έτσι καλλιεργούνται συναισθήματα συμπάθειας, αντιπάθειας, ακόμα και αγάπης. Ο ελεύθερος διάλογος, προϋποθέτει Δημοκρατία. Όταν όμως αυτή βάλλεται ή έχει εκλείψει τελείως, είναι πολύ ευπρόσδεκτες από το θεατή οι «νύξεις», οι «ατάκες» όπως λέγονται θεατρικά οι διάφορες παρεμβολές στο κείμενο του συγγραφέα, που μπαίνουν από τον ηθοποιό για να θυμίζουν την οδυνηρή απουσία αυτής της ελευθερίας στην έκφραση. Ν’ αναπτερώνουν το ηθικό των θεατών. Να τονώνουν την ελπίδα πως γρήγορα θα υπάρξει κάποια «αλλαγή» στο απαράδεκτο «σήμερα».

Είναι γνωστό πόσο το θέατρο – ειδικά η Επιθεώρηση με τον παιχνιδιάρικο λόγο, τα έξυπνα υπονοούμενα, βαλμένα με ιδιαίτερη τέχνη για να μην προκαλούν την οργή του κατακτητή – έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην εποχή της Ιταλογερμανικής Κατοχής της πατρίδας μας στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Άνθιζαν τότε στο θέατρο οι επιθεωρήσεις που διαδέχονταν η μια την άλλη, για να μπορούν να χαμογελούν οι καταπονημένοι πολλαπλώς άνθρωποι. Οι πατριωτικοί αλληγορικοί στίχοι που διάνθιζαν με τα τραγούδια τα θεατρικά κείμενα, έμειναν ανεξίτηλοι στο χρόνο.

Τον τελευταίο καιρό συνηθίζεται ιδιαίτερα ένα είδος θεατρικής φόρμας. Να «θεατροποιούνται» έργα πολύ ή λιγότερο γνωστών, πνευματικών ανθρώπων. Διηγήματα, μυθιστορήματα και ποιήματα, ή ακόμη και ώρες από τη ζωή τους, παίρνουν από το συγγραφέα θεατρική μορφή, δημιουργείται διάλογος, ροή του έργου, ιδωμένου από μια άλλη οπτική γωνία. Βέβαια, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η παρέμβαση του ξένου νέου δημιουργού είναι ασεβής, αποτυχημένη. Αγγίζει τη βεβήλωση ενός έργου κάποιου καταξιωμένου δημιουργού, ο οποίος όμως δεν υπάρχει στη ζωή για να διαμαρτυρηθεί καταλλήλως και να γλιτώσει την κακοποίηση του έργου του. Και έτσι παρουσιάζεται στη σκηνή σε μια τελείως απαράδεκτη φόρμα.

Στη «θεατρική οικογένεια» ευρύτερα, ανήκει και η Δραματοθεραπεία. Αυτή είναι μια ολιστική μορφή ψυχοθεραπείας  και χρησιμοποιεί για το έργο της όλες τις τέχνες και κυρίως τις τεχνικές του θεάτρου. Στηρίζεται στην ανάγκη για δημιουργικό τρόπο επικοινωνίας, με την πρόθεση να αλλάξουμε ρόλους με τους οποίους δεν συμβιβαστήκαμε στη ζωή μας. Επίσης στηρίζεται στη διάθεση να εξερευνήσουμε κάποιες αθέατες πλευρές μας και να μοιραστούμε με τους άλλους αυτά που επιθυμούμε ή να τα απεμπολήσουμε. Κι εδώ αυτός ο συνδυασμός – της ιατρικής γνώσης με την ευλογία της τέχνης του θεάτρου - μπορεί να βοηθήσει θετικά στην ψυχική ανάταση και ανακούφιση του καταπιεζομένου ανθρώπου. Αυτό αποδεικνύει γι άλλη μια φορά πόσο Ιατρική και Τέχνη ήταν  πάντα κοντά. Γι’αυτό και ο Απόλλων ήταν «ιητρός» και συνάμα «μουσηγέτης θεός».

 

 

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ  ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Εκατόν τέσσερα χρόνια από την εκδημία του

Μετά τη μουσική υπάρχει η λογοτεχνία για να μπορεί να καταργεί σύνορα και διαφορές που χωρίζουν ανθρώπους και λαούς κι έτσι να τους φέρνει πιο κοντά. Σε μια άμεση επικοινωνία με τον Παγκόσμιο Άνθρωπο. Αυτή η πνευματική επικοινωνία είναι κι ένα σημαντικό σκαλοπάτι προς την παγκόσμια ειρήνη, την κατανόηση, την εύστοχη ανταλλαγή στοιχείων πολιτισμού, τη χρήσιμη επιρροή του ενός λαού προς τον άλλο. Γνώσεις, πληροφορίες που επιδρούν στο πνευματικό επίπεδο και συνεισφέρουν στην πνευματική ανάταση.

Η ελληνική λογοτεχνία με το δυναμικό της ιστορικό προβάδισμα αξίζει και πρέπει να αναγνωρίζεται, να αγαπιέται και πάντα να ερευνάται. Και φυσικά πρώτα από τα ίδια τα παιδιά της, τους Έλληνες. Υπάρχουν βέβαια πάντα οι ατομικές προτιμήσεις του κάθε μελετητή ή του απλώς αναγνώστη για τον ένα ή τον άλλο πνευματικό δημιουργό. Υπάρχουν όμως και αυτοί που κατέχουν μια ξεχωριστή αίγλη και έτσι αναγνώριση για την ιδιαιτερότητα του έργου τους. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε ένας από αυτούς.

Μέσα στον σημερινό ορυμαγδό της επικίνδυνης κατηφορικής πορείας του πολιτισμού και των ηθικών αξιών ο Α.Π. είναι μια από τις φυσιογνωμίες που μπορούν να εκφράζουν από τόσο κοντά τον Αληθινό Άνθρωπο. Υπήρξε ένας επίγειος άγιος που εξέφρασε αυτή την ιδανική του προσωπικότητα με το θαυμάσιο λογοτεχνικό του έργο. Με μια σπάνια μοναδικότητα που τη συναντάς σε κάθε του έκφραση. Κατόρθωσε να γράψει σε μια ‘δίπλευρη, μικτή γλώσσα’ όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ανδρέας Καραντώνης στα «Κριτικά» του, (σελ. 175). Σε μια εποχή που στην Ελλάδα η καθαρεύουσα επικρατούσε πέρα για πέρα σα γραφή και ο Αλέξανδρος τη χειριζόταν με απόλυτη γνώση και ευλυγισία, κατόρθωσε να τη ζευγαρώνει αρμονικά με μια χαριτωμένη ολοζώντανη δημοτική παρεμβάλλοντας αυτήν στους διαλόγους των ηρώων. Αυτό τον έκανε κατανοητό και από νεότερους αναγνώστες και μέχρι σήμερα μπορεί να γίνεται απολαυστική η ανάγνωση των κειμένων του και από τους νέους που δεν έχουν καθόλου γνωρίσει την καθαρεύουσα. Δεν χρειάζεται μετάφραση ή επεξήγηση η γραφή του μοναδικού μας αυτού πεζογράφου. Όσοι το δοκίμασαν απέτυχαν.

Γεννήθηκε –το αναφέρει και ο ίδιος σε ένα μικρό αυτοβιογραφικό του κείμενο του 1907[1]- στη Σκιάθο, στις 4 Μαρτίου του 1851 κι εκεί φοίτησε τα πρώτα σχολικά του χρόνια. Την Γ’ Γυμνασίου την ολοκλήρωσε σε ένα Γυμνάσιο του Πειραιά. Κατόπιν για λόγους οικονομικούς σταμάτησε για ένα διάστημα, ξανάρχισε πάλι. Το 1874 συνέχισε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Συγχρόνως έγραφε στίχους και ζωγράφιζε αγίους. Η εξαϋλωμένη και τόσο εσωστρεφής βαθιά σκεπτόμενη ειρηνική προσωπικότητά του βρίσκει δρόμους εσωτερικούς γαλήνης και δημιουργίας μόλο που ζει σε ένα κλίμα σκληρής οικονομικής λιτότητας.

Γιατί άραγε άνθρωποι σαν αυτόν που υπήρξε μια συνεχής πηγή παροχής αγάπης, θυσίας –θυσιάστηκε αβίαστα και ολοκληρωτικά για την οικογένεια του, την μητέρα του και τις τρεις ανύπαντρες αδερφές του- εργασίας τίμιας, έξω από το παραμικρό υλικό συμφέρον, γιατί να μην γίνονται αυτοί τα φωτεινά παραδείγματα, τα λατρευτικά είδωλα της κοινωνίας ώστε να μπορούν να βρίσκουν μιμητές ανάμεσα στους θαυμαστές τους; Γιατί οι άνθρωποι έλκονται από τόσο λανθασμένα πρότυπα που διαθέτουν μόνο ένα εξωτερικό επίπλαστο λούστρο ομορφιάς και εντυπωσιασμού; Πυροτεχνήματα της κάθε εποχής που είναι φυσικό να σβήσουν πολύ σύντομα σαν ένα πυροτέχνημα σ’έναν αμέτοχο ουρανό. Αυτή τη λάμψη ποτέ δεν την επεζήτησε ο Α.Π. με το έργο του που ήταν κυρίως πεζογραφήματα, διηγήματα αλλά και ποίηση και μυθιστόρημα, όπως: ‘Η μετανάστις’, ‘Οι έμποροι των εθνών’, ‘Η Γυφτοπούλα’, ‘Ο Χρήστος Μηλιώνης’. Έζησε από αυτό το έργο του το λογοτεχνικό, το μεταφραστικό, το δημοσιογραφικό. Κορυφαίο σε αλήθεια, πρωτοτυπία και δραματική έκφραση παρέμεινε το διήγημά του ‘Η Φόνισσα’

Τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του συνήθισε να πηγαίνει στη Πλάκα, στο εκκλησάκι στον Άγιο Ελισσαίο για να ψέλνει. Συναναστρεφόταν με απλούς, ταπεινούς ανθρώπους. Σιγά σιγά συνήθισε το ποτό. Η υγεία του κλονίστηκε. Το 1907 γυρίζει στο νησί του όπου και τον Ιανουάριο του 1911 άφησε την τελευταία του πνοή. Τόσο απλή, τόσο λιτά γραμμένη υπήρξε η ιστορία της ζωής του. Ένας μοναχικός, αγνός άνθρωπος, που έζησε μακριά από κακίες, μίση, φιλοδοξίες, υλικά συμφέροντα κι ας έκρυβε μέσα σ’αυτή την απλότητα την μεγάλη πνευματική του αξία.

Το έργο του είχε αρχίσει, όπως γίνεται σε πολλούς συγγραφείς, με ποίηση. Σε ένα ποίημά του είχε γράψει:

Μάνα μου εγώ’μαι τ’άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι

όπου το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.

Το δόλιο όπου να στραφεί κι όπου κι αν περάσει

δεν βρίσκει πέτρα να σταθεί, κλωνάρι να πλαγιάσει.

Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλα αποδαρμένη,

μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσα αφρισμένη.

Παλεύω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι

κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη.

Ο Παύλος Νιρβάνας αναφέρει σε ένα του κείμενο (δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία, στις 7/1/2011) ότι η μοναδική φωτογραφία του Παπαδιαμάντη οφείλεται σε μια ‘κλοπή’ που έκανε αυτός. Έτσι υπαινίσσεται τον τρόπο που κατόρθωσε να τον πείσει για να του τραβήξει αυτή τη φωτογραφία αφού πρώτα πήγε να τον ξεγελάσει ότι αυτό που κρατάει δεν είναι φωτογραφική μηχανή αλλά ιατρικό εργαλείο. Αναφέρεται στο κείμενο: ‘εκάθισε σε μια παλοκαρέκλα, εσταύρωσε τα χέρια του κι έσκυψε το κεφάλι εις την υπέροχον ασκητικήν στάσιν που διέσωσεν η φωτογραφική πλάκα. Ένας ζωγράφος δεν θα ημπορούσε να του δώσει πλέον εκφραστικήν στάσιν απ’αυτήν που έλαβε ασυναισθήτως ο ίδιος’. Για τη πράξη του αυτή, δηλαδή τη ‘κλοπή’ αναφέρει ο Νιρβάνας, πως είναι ‘ο καλύτερός μου τίτλος απέναντι των μεταγενεστέρων. Οι σύγχρονοί μου ας μου αναγνωρίσουν τουλάχιστον ότι διέσωσα την τιμήν της εποχής των’.

Επίσης σε ένα πολύ χαριτωμένο του άρθρο ο Νιρβάνας, με τίτλο «Το Καταχθόνιον Μυστικόν του Α. Παπαδιαμάντη»[2] που δημοσιεύτηκε στην Φιλολογική Εστία της Κυριακής (27 Σεπτ. 1936), μεταξύ άλλων αναφέρει ότι ο Παπαδιαμάντης μετέφραζε  για το περιοδικό ‘Νέο Πνεύμα’ ακραίως προοδευτικά για την εποχή κείμενα επιστήμης και ‘μονιστικής’ φιλοσοφίας που ‘πλήγωναν την ιερή και αμετάκλητη πίστη του’. Ο Νιρβάνας λοιπόν αδυνατούσε διαβάζοντας τα κείμενα αυτά να βγάλει το παραμικρό συμπέρασμα και με το φιλικό δικαίωμα που κατείχε, ρώτησε το συγγραφέα. Χαρακτηριστικά ο ίδιος αναφέρει:

«…Βρήκα, μια στιγμή, τον Παπαδιαμάντη, στις καλές του – πράγμα σπάνιο εκείνον τον καιρό – πλησίασα στο τραπέζι του, με το προβληματικό κείμενο στο χέρι και τον ερώτησα:

-Δε μου λες, σε παρακαλώ, κυρ-Αλέξανδρε, τι θα πη αυτό;

-Τρέχα γύρευε.

-Μα δε βγαίνει κανένα νόημα… τόλμησα να εξακολουθήσω. Δεν καταλαβαίνει κανείς τι θέλει να πη αυτός ο φιλόσοφος.

-Καλλίτερα να μην καταλαβαίνει… μου είπε. Τέτοια πράμματα καλλίτερα να μην τα καταλαβαίνουν οι άνθρωποι.

Και, επειδή τον κύτταζα απορημένος, με τράβηξε κοντά του και μου είπε, χαμογελώντας φιλάρεσκα στο αυτί:

-Μη ρωτάς περισσότερα, παιδάκι μου. Αυτό είναι το καταχθόνιο μυστικό μου.

Το ‘καταχθόνιο μυστικό’ του Παπαδιαμάντη, που ίσως κανένας δεν το ξέρει ακόμα, ήταν να κάνη ακατανόητα στη μετάφραση τα βλάσφημα κηρύγματα των σοφών. Καταχθόνιο μυστικό ενός χριστιανού και αμαρτία ενός αγίου».

 

Ας τον θυμόμαστε.

 

(2015)



[1] Παραθέτω αυτούσιο το σύντομο βιογραφικό που έφτιαξε ο ίδιος ο πεζογράφος για τον εαυτό του κατά παράκληση του Γιάννη Βλαχογιάννη:

Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ τῇ 4ῃ Μαρτίου 1851. Ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α´ καὶ Β´ τάξιν. Τῇ Γ´ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἶτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1872 ἐπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ´ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολὴν ὅπου ἤκουσα κατ᾿ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ᾿ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας γλώσσας.

Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἅγίους, εἶτα ἔγραφα στίχους, κι ἐδοκίμαζα νἀ συντάξω κωμωδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη ἡ «Μετανάστις» ἔργον μου, εἰς τὸν «Νεολόγον» Κωνσταντινουπόλεως. Τῷ 1881 ἓν θρησκευτικὸν ποιημάτιον εἰς τὸ περιοδικὸν «Σωτῆρα». Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθησαν «Οἱ Ἔμποροι τῶν ἐθνῶν» εἰς τὸ «Μὴ χάνεσαι». Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες. Α.Π. (πηγή: https://www.papadiamantis.org/)

 

 

 

 

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

 

Tο ότι τόσα πολλά λέγονται – συζητούνται και γράφονται για το πρόβλημα αυτό δεν σημαίνει τίποτε άλλο από το ότι το πρόβλημα πραγματικά υπάρχει, έχει μπει στη ζωή μας και απασχολεί όλους μας. Τώρα πότε και πω άρχισε, και, κυρίως τι πρέπει ή τι μπορούμε να κάνουμε γι’αυτό, είναι πολύ δύσκολο, περίπλοκο να το πούμε.

            Αυτός ο αιώνας μας, ο περίφημος της τεχνικής επανάστασης ήρθε πάνω στη Γη κάπως αταίριαστος και ασύνδετος με τους αιώνες που προηγήθηκαν και που είχαν κάποια ομαλότητα στη διαδοχή του ενός στον άλλον. Μόνον ο Ιούλιος Βερν είχε συλλάβει, με τη φαντασία του που μπορούσε να καλπάζει ή μάλλον, να διασχίζει το άπειρο σε σημερινό διαστημόπλοιο με την ταχύτητα αστραπής, σε ταξίδια υπεργήινα, ταξίδια μέσα στα έγκατα της γης και στα βάθη των ωκεανών. Σήμερα τίποτα δεν μας προκαλεί έκπληξη, έκσταση ή απορημένο θαυμασμό. Σπάσαμε τα δεσμά της βαρύτητας και πατήσαμε στο φεγγάρι, βρεθήκαμε στο άπειρο. Τον ουράνιο φίλο και σύντροφο στην ανθρώπινη πορεία μας. Αύριο η φθαρτή μας παρουσία θα εγκαινιάσει ποιος ξέρει ποιον ή ποιους πλανήτες. Βιβλία, περιοδικά, ταινίες και κασέτες μας κατακλύζουν με τα υπεργήινα και εξωγήινα παιχνίδια. Φόβοι και ελπίδες. Τα παραμύθια της γιαγιάς σήμερα είναι γεμάτα από τέτοιες πρωτοφανέρωτες περιπέτειες και οραματισμούς. Κι αναρωτιόμαστε, ως που; Ως πότε; Ποιο είναι το κέρδος; Ο υπερσύγχρονος ερευνητής Mc Nail Burns, παραδέχεται πως ο αιώνας μας θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν ο πιο σημαντικός για την ανθρωπότητα, κι αφού του δώσει μερικούς τίτλους, καταλήγει: ‘Πιο απλά θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την εποχή μας σαν εποχή της Αγωνίας’. Κι ο Benzamin το διακρίνει κι αυτός και ελπίζει όμως πως η αγωνία θα γίνει το μέσον για να οδηγηθούμε σε μια πιο δίκαιη κοινωνία. Ωστόσο, τα προβλήματα υπάρχουν και συμπορεύονται. Δεν θα ισχυρισθούμε πως ο άνθρωπος ήταν στο παρελθόν ένα αγγελικό ον που ξαφνικά άλλαξε στο εγωιστικό, σημερινό είδος. Τα ελαττώματα και τις αρετές τα κουβαλούσε πάντα τα ίδια επάνω του, όπως κουβαλά η χελώνα το φορητό της σπίτι. Όμως είναι αναμφισβήτητο πως κάτι άλλαξε στο ρυθμό της ζωής μας, γενικά. Υπολογιστές μας μετρούν το χρόνο και τις συναλλαγές, ρομπότ με καταπληκτικές ικανότητες αντικαθιστούν ανθρώπους, γραφεία Δημοσίων σχέσεων ρυθμίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις.

Κι ενώ όλα τα τεχνικά μέσα προσπαθούν να μας βελτιώσουν τη ζωή και τις συνθήκες της, η μοναξιά ανθίζει και καρποφορεί και δυναστεύει τη ζωή μας. Μοναξιά το παιδί. Το πρότυπο μητέρας έχει αλλάξει, γιατί η μητέρα εργάζεται, πρέπει να εισφέρει στο σπίτι σαν ισότιμο μέλος με τον άντρα. Πληρώνει το τίμημα της ισοτιμίας. Η γιαγιά, η παλιά εύκολη λύση, είναι κι αυτή απασχολημένη με πολλούς τρόπους –εργασία, κοινωνικές υποχρεώσεις, ψυχαγωγία.

Το παιδί, θα περάσει τις ώρες στους σταθμούς και τα σχετικά απρόσωπα κέντρα. Μοναξιά ο νέος. Έχει πάρα πολλές παροχές. Τα ταχύτατα και εύκολα μέσα επικοινωνίας έκαναν τα ταξίδια γρήγορα και προσιτά. Θεάματα κάθε είδους. Σχέσεις με το άλλο φύλο ελεύθερες να τις χαίρεται κάθε στιγμή. Όμως, η αβεβαιότητα για το που βαδίζει η έλλειψη της πίστης της θρησκευτικής, η απουσία της οικογένειας που συγκεντρωνόταν γύρω από το ίδιο τραπέζι, το βράδυ για ένα διάλογο ζεστό, η αβεβαιότητα της επαγγελματικής επιτυχίας, του σκοτεινιάζουν τη διάθεση και τη χαρά της ζωής. Η ζωή έχασε την υπέρτατη αξία της. Βλέπουμε σήμερα πολλές αυτοκτονίες, άμεσες και έμμεσες. Γιατί έμμεση αυτοκτονία είναι και το ρίξιμο στα ναρκωτικά.

Και ύστερα η μοναξιά της τρίτης ηλικίας. Βλέπουμε κι εδώ η τεχνική πρόοδος βοήθησε την ιατρική. Καινούργια φάρμακα και τρόπους θεραπείας. Και η ιατρική βοήθησε τον άνθρωπο να κρατάει τα χρόνια της νεότητας περισσότερο, να παρατείνει αρκετά το χρόνο της ζωής. Όταν όμως, ο άνθρωπος φτάνει στην ηλικία που μπορεί μόνο να παίρνει και όχι να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, γίνεται κοινωνικό βάρος. Εμείς, στο επάγγελμά μας –του γιατρού- συναντούμε πολύ συχνά τον εγκαταλελειμμένο ηλικιωμένο που έχει αφεθεί στη σκληρή του μοίρα. Οίκοι ευγηρίας ξεφυτρώνουν παντού. Δεν είναι τίποτε άλλο από θερμοκήπια για το δέντρο της μοναξιάς.

Αυτά όλα είναι καθημερινές διαπιστώσεις. Δεν μένει παρά να προσπαθήσουμε για κάποιες λύσεις. Που θα κάνουν τον τεχνικό πολιτισμό όπλο ευτυχίας μόνον σε ανθρώπινα χέρια.

Και επειδή από τον άνθρωπο δημιουργήθηκαν όλα τα προβλήματα, ο άνθρωπος πάλι μπορεί να βγει απ’αυτό, να βρει τη λύση και τη θεραπεία τους.

Ο Ευάγγελος Σαββόπουλος [πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κινήσεως στην Ελλάδα, πρώην Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Ευρώπης’], σε μια διάλεξή του ‘Αγάπη και Δημόσιος Βίος’ λέει κάπου: ‘Ως λύση των κοινωνικών προβλημάτων, πολλά δοκιμάστηκαν μέχρι σήμερα. Τα προβλήματα όμως, παραμένουν. Γιατί λοιπόν να μην επιμείνουμε για το καλύτερο και ανέξοδο κοινωνικό φάρμακο, την ΑΓΑΠΗ. Η αγάπη που είναι προϋπόθεση ΕΙΡΗΝΗΣ’.

Και ο Schiller γράφει κάπου: ‘Άπειρες αρμονίες κοιμούνται μέσα μας περιμένοντας την προσταγή για να ζήσουν’.

 

 

 

Γεώργιος Παπανικολάου
53 χρόνια μνήμης

«…Το ιδανικόν μου δεν είναι να πλουτίσω, ούτε να ζήσω ευτυχής, αλλά να εργασθώ, να δράσω, να δημιουργήσω, να κάμω κάτι το αντάξιον ενός ανθρώπου ηθικού και δυνατού…»

Είναι απόσπασμα από ένα γράμμα του Γ. Παπανικολάου, γραμμένο το 1911. Ήταν τότε ένας νέος επιστήμονας, 28 ετών και μέσα από αυτές τις λίγες γραμμές μπορεί να δει κανείς ξεκάθαρα ποιος ήταν ο δρόμος που είχε μόνος χαράξει, ποια και πόση η πίστη και η δύναμη που έκρυβε μέσα του για να τον ακολουθήσει βήμα βήμα ως το τέλος. Αυτή η σιγουριά, αυτή η κάποια έπαρση πως ναι, πρέπει να γίνει κάτι το ξεχωριστό και να ανέβει κάπου ψηλότερα από τους συνηθισμένους διαβάτες της ζωής, για να τους βοηθήσει στην πορεία του, φαίνεται και σε άλλα παλαιότερα γραφτά του, που η κ. Μαρία Κόκορη, κόρη του αδελφού του, με τόση αγάπη και με περισσή λογοτεχνική χάρη έχει συγκεντρώσει στο θαυμάσιο βιβλίο της «Γεώργιος Παπανικολάου. Μέσα από τη ζωή και το έργο του»:

«…Γιατί έχω μυαλό ανήσυχο, φιλόδοξο, σκληρό που πάντα κάτι θέλει και πάντα με βασανίζει με τις υπερβολικές απαιτήσεις του…» λέει σε κάποιο άλλο γράμμα, σκιαγραφώντας τόσο αδρά τον ίδιο τον εαυτό του. «Ιδεοπαθής» αυτοαποκαλείται κάπου αλλού και έχουμε μπροστά μας αυτόν τον άνθρωπο τον προικισμένο με τη σφραγίδα της δωρεάς και με τη φλόγα της δημιουργίας του που δεν λογαριάζει οποιοδήποτε κόστος που θα μπορούσε να χαμηλώσει το φωτεινό της σπατάλημα.

Από το 1920 η επιστημονική του διαίσθηση είναι σίγουρη για τη διαγνωστική σημασία των κολπικών επιχρισμάτων. Το 1925 μπαίνει σε πρόγραμμα η συστηματική μελέτη αυτών των επιχρισμάτων. «… Η πρώτη παρατήρηση καρκινικών κυττάρων ήταν από τις πιο συγκλονιστικές εμπειρίες της επιστημονικής μου σταδιοδρομίας», γράφει.

Όμως, στη δημοσίευση το 1928, της εργασίας «New Cancer Diagnosis», αντιμετωπίζει την αδιαφορία και την αμφισβήτηση. Δεν πτοείται. Διόλου δεν κλονίζεται η πίστη στην αξία του έργου του. Κι ας καθυστερεί έτσι η έρευνα τουλάχιστον για μια 10ετία. Το ξέρει πως στο τέλος θα δικαιωθεί. Και η εργασία του το 1943 «Διάγνωσις του καρκίνου της μήτρας από το κολπικό υγρό» σηκώνει επιτέλους το βαρύ παραπέτασμα της άγνοιας και δείχνει το νέο λαμπρό δρόμο της πρώιμης διάγνωσης της φοβερής αρρώστειας.

Έτσι καθιερώθηκε η «μέθοδος Παπανικολάου». Το πασίγνωστο Pap test που σιγά σιγά κατέκτησε τεράστιες ιατρικές εφαρμογές. Για να σώσει και να σώζει αναρίθμητες ζωές ανθρώπων.

Δεν είναι καθόλου συνηθισμένη η περίπτωση ανθρώπου που από την πολύ τρυφερή ηλικία ξέρει απόλυτα το τι ζητάει και τόσο αταλάντευτα, αμετακίνητα μπροστά σε οποιαδήποτε αντιξοότητα, αλύγιστα μπροστά στις οποιεσδήποτε Σειρήνες της διαδρομής. Αυτός θα ακολουθήσει το δικό του χαραγμένο πεπρωμένο.

 

Σήμερα, 53 χρόνια από το θάνατό του, αποθέτουμε ένα λουλούδι θύμησης κι ευγνωμοσύνης στον Επιστήμονα που με το λαμπρό επιστημονικό του άθλο, την ανακάλυψη της πρώιμης διάγνωσης του καρκίνου από την κυτταρολογική εξέταση των ανθρωπίνων εκκρίσεων, έσωσε και σώζει αμέτρητες ζωές κι όλο πλατύτερους ορίζοντες ξανοίγει με καινούργιες προεκτάσεις της μεθόδου.

Όμως αποθέτουμε κι ένα λουλούδι θαυμασμού κι αγάπης στον Άνθρωπο. Τον απλό, τον αδύνατο άνθρωπο με την τραγική του προσωρινότητα, με την πεπερασμένη διάρκεια παρουσίας του, με τη μεταφυσική του αγωνία, με τη λαχτάρα για ζωή που κατόρθωσε να τ’αγνοεί όλα αυτά και να ξεχνιέται μέσα σε μια ονειραίσθηση αιώνιας δημιουργίας και προσφοράς προς το συνάνθρωπο.

«...Η δύναμις που με βιάζει ν’ανέβω σε ανώτερες σφαίρες δράσεως με αποτυφλώνει τόσο ώστε να μη βλέπω ούτε τους κινδύνους ούτε τα εμπόδια…», διαβάζουμε σε άλλο του γράμμα. Και θαυμάζουμε!

Συμπαράσταση στη σκληρή, επίμονη πορεία του η Μουσική. «…ποτέ δεν θα μπορούσα να αντέξω μια τέτοια σκληρή ζωή δίχως τη μουσική», έλεγε συχνά. Και δεν αποχωρίστηκε το βιολί του.

Ακόμη το διάβασμα, η Φιλοσοφία, η Ποίηση, η Λογοτεχνία, όλες οι εκφάνσεις της πνευματικής ζωής αλλά και κοινωνικά και πολιτικά θέματα ήταν στυλοβάτες στις παροδικές ανθρώπινες φυσιολογικές αδυναμίες του. Είναι τόσο αλληλένδετα αυτά! Ο Πλούταρχος αναφέρει για το σοφό γιατρό Κένταυρο Χείρωνα: «Ο σοφώτερος Χείρων μουσικής τε ων και δικαιοσύνης και ιατρικής διδάσκαλος».

Δεν πρέπει βέβαια ποτέ να ξεχνάμε την ανθρώπινη, αξεπέραστη, ηρωική συμπαράσταση της γυναίκας του Μάχης. Η Μάχη δέχθηκε να ενταχθεί κι αυτή στη ζωή των θυσιών για τον επιστήμονα. Να στερηθεί το δικαίωμα να είναι μητέρα. Να υπάρξει ακόμα και αντικείμενο μελέτης των επιστημονικών πειραμάτων του πάνω της. Στο βιβλίο της Μαρίας Κόκορη περιγράφεται τόσο γλαφυρά ο τρόπος που γνώρισε και τη διάλεξε για σύντροφο της ζωής του, με κείνη την καταπληκτική και τόσο έξω από τα συνηθισμένα μέτρα διορατικότητα και προβλεπτικότητά του. Και δεν διαψεύσθηκε.

 

Τον είπαν τον μεγαλύτερο μη Νομπελίστα ερευνητή ιατρό του 20ου αιώνα. Τονίζοντας έτσι περισσότερο πόσο οι ανθρώπινες αναγνωρίσεις και τα βραβεία στέκουν χαμηλότερα από τις πραγματικές αξίες και τους αληθινούς τίτλους μιας πανανθρώπινης προσφοράς.

Όμως, ο Πλάτανος, το δέντρο που είναι φυτεμένο στο Ιατρικό Κέντρο Cornell N.Y. από τον πλάτανο του Ιπποκράτους προς τιμή του Γ. Παπανικολάου, θα θυμίζει πάντα την παγκοσμιότητα του ελληνικού πνεύματος που Εκείνος τόσο τίμησε.

Την ασύνορη πλατειά λεωφόρο όπου πάντα θα υπάρχουν Έλληνες λαμπαδηφόροι να τη διασχίζουν, κομίζοντας το Φως με τη δάδα της Γνώσης άσβηστο στα πέρατα του κόσμου.

 

 

Γεώργιος Σουρής (1853-1919)

Ο ονομαστός αυτός σατιρικός ποιητής γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 2 Φεβρουαρίου του 1853. Η καταγωγή του ήταν από σοβαρή και εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας του Χριστόφορος είχε γεννηθεί στα Κύθηρα και είχε ασχοληθεί με το επάγγελμα του εμπόρου με ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Όταν η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ο Χριστόφορος Σουρής διέθεσε όλη του την περιουσία για ν’απαλλάξει τον αδελφό του από χρέη που του είχαν δημιουργηθεί από την αποτυχημένη ασχολία του με το εμπόριο.

Ο Γεώργιος είχε την επιθυμία να ασχοληθεί με την επιστήμη της Θεολογίας, όμως η οικογένεια είχε πλέον την ανάγκη από οικονομική βοήθεια και ο γιος του έπρεπε να προσφέρει αυτή τη βοήθεια το συντομότερο. Αρχίζει λοιπόν με το εμπόριο όπως ο πατέρας του και πηγαίνει γι αυτό στη Ρωσία. Αλλά δεν σημείωσε καμιά πρόοδο και γρήγορα γυρίζει στην Αθήνα.

Διορίσθηκε γραφέας σε κάποιο συμβολαιογραφείο και συγχρόνως γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου. Χωρίς επιτυχία ούτε στις σχολικές, ούτε στις πανεπιστημιακές του επιδόσεις.

Μια μέρα, ένας φίλος του ήλθε και τον παρακάλεσε να γράψει έναν επικήδειο λόγο για τη μνηστή του, που είχε φύγει ξαφνικά από τη ζωή. Ο Σουρής προτίμησε να γράψει ένα ποίημα για την περίπτωση. Αυτό το ποίημα το οποίο είχε μεγάλη επιτυχία, έγινε η αρχή της λαμπρής του διαδρομής στην ποίηση. Ποιήματά του αρχίζουν να δημοσιεύονται σ’εφημερίδες και περιοδικά. «Μη χάνεσαι», «Ραμπαγάς», «Αριστοφάνης», «Ασμοδαίος» και άλλα. Με το ψευδώνυμο Souris.

Το 1881 παντρεύτηκε την Μαρία Κωνσταντινίδου από τη Χίο, το γένος Αργέντη – Ροδοκανάκη και από το γάμο αυτό απέκτησε πέντε παιδιά. Υποδειγματικός σύζυγος και πατέρας με ιδιαίτερη αδυναμία, αγάπη, εκτίμηση στη γυναίκα του. Κανένα του ποίημα δεν δημοσιεύτηκε πριν το κρίνει η κυρία Σουρή.

Μετά την αποτυχία του στις εξετάσεις της Φιλολογίας, αποφάσισε να εκδώσει ένα έμμετρο σατιρικό φύλλο, τον «Ρωμηό». Το πρώτο φύλλο είδε το φως στις 2 Απριλίου του 1883 και συνέχισε να εκδίδεται σχεδόν επί 50 χρόνια. Έγινε ένα φύλλο προσφιλές για κάθε αθηναίο και όχι μόνο, που στους έξυπνους στίχους του ξυπνούσε τις δύσκολες ώρες που περνούσε κατά καιρούς η πατρίδα μας.

Ακόμη και στις πολύ σύντομες θερινές διακοπές του ο ποιητής μας συνέχιζε να γράφει.

Έκανε μια αριστοτεχνική μετάφραση των «Νεφελών» και αυτό έγινε η αιτία να καλείται νέος Αριστοφάνης. Επίσης το μεγαλύτερο του ποίημα «Ο Φασουλής Φιλόσοφος». Η φήμη του γρήγορα ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα και έγινε διάσημος και στο εξωτερικό. Σε πολλές χώρες κυκλοφορούσαν μεταφράσεις των ποιημάτων του και φωτογραφίες του που από κάτω είχαν το χαρακτηριστικό δίστιχο «Εγώ ο Γεώργιος Σουρής – ιππότες του Σωτήρος – και Χιώτης διαβολόλωλος – αστείου χαρακτήρος».

Ήταν φιλάνθρωπος, ειλικρινής, ένθερμος πατριώτης. Κατόρθωσε να διαβάζεται, να γίνεται αντιληπτός, να εμπνέει αισιοδοξία παρά την απαισιοδοξία του ανθρώπου ο οποίος απώλεσε την πίστη στο περιβάλλον. Ενέπνεε ενθουσιασμό και σκόρπιζε ελπίδες για ένα απώτερο Μέλλον. Πολλοί συγγραφείς και κορυφαίοι ξένοι άνθρωποι των γραμμάτων είχαν συνηγορήσει για να του δοθεί το βραβείο Νόμπελ.

 Οι μεγάλες τρικυμίες, οι μάταιοι θόρυβοι, οι άγονοι φιλολογικοί διαπληκτισμοί, του ήταν άγνωστοι. Δεν ανήκε σε καμιά πολιτική μερίδα, γι αυτό δεν σατίριζε πρόσωπα σύγχρονά του. Και το μίσος έλειπε από τους στίχους του.

Όπως και ο πατέρας του, έτσι κι αυτός δεν έτρεφε καμιά υπόληψη για το χρήμα, γι αυτό ποτέ δεν το κυνήγησε και το Δημόσιο Ταμείο δεν τον εγνώρισε σαν πελάτη του, όπως θα μπορούσε να είναι.

Όπως είναι φυσικό, βρέθηκαν μερικοί που τον αποδοκίμασαν. Μερικοί τον κατηγόρησαν ότι είναι αισχρός στις εκφράσεις του. Όμως οι λέξεις που μεταχειριζόταν ο Σουρής, ήταν λέξεις της καθημερινής ζωής που οι κατήγοροί του δεν είχαν απλώς συνηθίσει να τις βλέπουν γραμμένες με τυπογραφικά στοιχεία και τοποθετημένες στη σωστή θέση. Άλλοι τον κατηγόρησαν πως έβρισκε θέματα γελοία για να ασχοληθεί (όπως στο ποίημά του Ο Φασουλής φιλόσοφος). Αλλ’ αυτοί απλούστατα δεν είχαν μπορέσει να εμβαθύνουν στο νόημα των στίχων, πως ο Φασουλής δεν ήταν απλώς ο Φασουλής του κουκλοθέατρου αλλά ο άνθρωπος του λαού που βλέπει τον κόσμο με γυμνό μάτι.

Ο Σουρής ήταν απλός και ταπεινός διαβάτης που έβλεπε τα πάντα με σκωπτικό χιούμορ και φαιδρότητα, η οποία όμως στο βάθος έκλεινε βαθιά μελαγχολία. Γιατί ενώ με τους στίχους του έκανε να γελούν τόσες γενιές ανθρώπων, ο ίδιος ήταν σχεδόν πάντα σκυθρωπός και μελαγχολικός.

Πολλοί οι λογοτέχνες που πέρασαν το κατώφλι του σπιτιού του, αλλά πολύ λίγοι οι πιστοί του φίλοι, επειδή αυτοί καταλάβαιναν τον κλειστό του χαρακτήρα. Οι θαυμαστές του έργου του, του είχαν παραχωρήσει μια βίλα στο Ν. Φάληρο. Οι κάτοικοι του Φαλήρου, έβλεπαν κάθε βράδυ το Σουρή με τη γυναίκα του στη συνηθισμένη γωνία του καφενείου. Κι ενώ οι φίλοι του μιλούσαν και γελούσαν ζωηρά, αυτός αμίλητος σκεπτόταν, χαμένος πίσω απ’τους καπνούς του τσιγάρου του.

Είναι γνωστό από τα «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου», του Γ. Δροσίνη, πως ο τελευταίος, ένα βράδυ κατηφορίζοντας την οδό Χαρ. Τρικούπη – Πινακωτών τότε – καθώς έφευγε από βεγγέρα στο σπίτι του φίλου του Σουρή – άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του να τραγουδιέται από κανταδόρους, μελοποιημένη, από άγνωστο συνθέτη, η αθάνατη κατόπιν «Αμυγδαλιά» του.

Ο Γεώργιος Σουρής ήταν μια ξεχωριστή φυσιογνωμία, ένας φιλόσοφος που δεν θαμπώθηκε από τίποτα σ’αυτόν τον κόσμο.

Το 1918 ο ποιητής προσεβλήθη από ένα είδος γρίπης. Στις 17 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου σταμάτησε την έκδοση του Ρωμηού που επί τόσα χρόνια είχε συντροφέψει και διασκεδάσει τους Έλληνες.

Στις 26 Αυγούστου του 1919, ο θάνατος στέρησε τον ελληνισμό από έναν Αριστοφάνη. Οι σύγχρονοί του λυπήθηκαν βαθιά για την απώλειά του. Αλλά και οι μεταγενέστεροι τον αναθυμόμαστε πολλές φορές διαβάζοντας κάτι δικό του – που πάρα πολύ συχνά θαρρείς είναι γραμμένο για τη σύγχρονη πραγματικότητα. Για τα δεδομένα της σημερινής κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής, με την πικρόχολη εμπνευσμένη διάθεση για διακωμώδηση.

Πριν κλείσουμε αυτό το κείμενο, ας θυμηθούμε άλλη μια φορά το μοναδικό σε κάθε του λεπτομέρεια ποίημα που εκφράζει την Ελλάδα.

 

Δυστυχία σου Ελλάς

 

Ποιος είδε κράτος λιγοστό

σ' όλη τη γη μοναδικό,

εκατό να εξοδεύει

και πενήντα να μαζεύει;

Να τρέφει όλους τους αργούς,

νά 'χει επτά Πρωθυπουργούς,

ταμείο δίχως χρήματα

και δόξης τόσα μνήματα;

Νά 'χει κλητήρες για φρουρά

και να σε κλέβουν φανερά,

κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε

τον κλέφτη να γυρεύουνε;

Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν

ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,

οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν

δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.

Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,

κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.

Κι από προσπάππου κι από παππού

συγχρόνως μπούφος και αλεπού.

Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-

να παριστάνει τον ευρωπαίο.

Στα δυό φορώντας τα πόδια που 'χει

στο 'να λουστρίνι, στ' άλλο τσαρούχι.

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,

ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.

Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,

λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.

Και ψωμοτύρι και για καφέ

το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».

Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς

σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.

Δυστυχία σου, Ελλάς,

με τα τέκνα που γεννάς!

Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,

τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

 

 

Κείμενο από το «Τετράδιο»

 του Γιάννη Σουβαλιώτη

Με επανάκαμψη

Τούλα Μπούτου