Διηγήματα
Επιλεγμένα διηγήματα
Άρνηση
Το Φτερωτό Φουστάνι
Η Γλάστρα
Η Βροχή
Η νύχτα του Ορέστη
Άρνηση
«Πατέρα», του είπε κυπαρίσσι σωστό απέναντί του. «Φεύγω πατέρα. Μα θα γυρίσω πάλι. Θα λείψω όσο χρειάζεται. Μπορεί και χρόνια. Μα θα γυρίσω σαν που πρέπει. Μη θλίβεσαι. Θα’χεις τα γράμματά μου. Θα’χεις τη σκέψη και τη φροντίδα μου».
Ζεστή που’ταν η ανάσα του πάνω στ’ άσπρα γένεια! Ζεστά που κλείσαν τα χέρια του το δικό του τρεμουλιάρικο και τ’ άλλο, το τσεκουρωμένο απ’ την αρρώστια. Το σηκώσαν τ’ άψυχο οι δυνατές παλάμες και το’ σφιξαν μαζί με τ’ άλλο δυνατά και τρυφερά πολύ.
«Παιδί μου, να’ ταν να σου κρεμάσω φυλαχτό τη γέρικη καρδιά μου στα νια σου στήθεια! Να τήνε πάρεις μαζί σου στα μαύρα ξένα. Μα μόνο που την τρύπησε σκληρά το στερνό του τρένου σφύριγμα, και απόμεινε να χτυπά μόνη κι αβοήθητη».
Κι ύστερα τα γράμματα. Χάντρες στ’ ατελείωτο κομπολόι προσμονής. Τα κράταγε λίγο, σφιχτά στο στήθος του πριν τ’ ανοίξει. Κι ύστερα να που και το τσεκουρωμένο χέρι σάλευε λίγο-λίγο τ’ ακίνητα δάχτυλα – τόσο δα – στην υπέρτατη πεθυμιά να τ΄ανοίξει όσο γίνεται γρήγορα. Γρήγορα να’ ρθει η μεστή φωνή στα γέρικα αυτιά να τα χαϊδέψει. Ν’ αντέχουν μέχρι να την ξανακούσουν.
Και τα βράδια, σαν πόσα νάγαψε το δικό του τρεμουλιάρικο χέρι; Γράμματα αραδιαστά, βασανισμένα. Γράμματα φιλιά και ευχές κι ελπίδες. Γράμματα χελιδόνια γυρισμού κι απελπισίας κάλεσμα.
Σαν πόσα να’ στειλε – Germany – στην πόστα; Ούτε που περίμενε πια στο τέλος. Μόνο επιθυμούσε. Επιθυμούσε να στείλει κοντά την πλημμύρα της ψυχής του. Τίποτ’ άλλο. Παιδί μου, κι αγαπημένο μου και γιέ μου ακριβέ. Και μη νοιάζεσαι για μένα. Κοίταξε τη ζωή και τη δουλειά σου.
Πόσος να πέρασε καιρός; Ποιος τον μετράει; Το χέρι το αριστερό όλο και βάραινε και το πόδι σερνόταν – ασήκωτο που έγινε!
Η σκέψη δεν ήθελε πια να τριγυρίζει. Μόνο να βάζει το χέρι να γράφει αργά, σα να’ σκαβε ένα λάκκο βαθύ μ’ επιμονή και πίστη χωρίς μάτια.
Στο κατώφλι του σπιτιού, ασάλευτη μορφή, τη φιγούρα του ταχυδρόμου είχε πια ξεχάσει. Μα να που κείνος τον πλησιάζει σήμερα. Και του δίνει φάκελο από γνώριμο χέρι γραμμένο. Κι άγνωστη μορφή να λέει: «Άγνωστος»; Δε λαθεύουν τα μάτια βοηθημένα απ’ τα γυαλιά.
Ο «Άγνωστος» είναι ο γιος ο ακριβός του. Γυρίζει το φάκελο. Πώς το’ καμε κι αποστολέα έχει βάλει; Πώς ξέχασε την υπόσχεση που’ κανε; Και τότε μέσα σε μια, τρομερή μικρή στιγμή, δεν υπάρχει στήριγμα ν’ ακουμπήσεις και μαξιλάρι τον ύπνο ν’ αγκαλιάσει. Ανάσα δεν υπάρχει να ζεστάνει φούχτες, παγωμένες κι αγκαλιά να γεμίσει. Είναι αλήθεια όσα τ’ αυτιά δεν ήθελαν ν’ ακούσουν και τα μάτια δεν θέλανε να δούνε. Κι η φωτογραφία με το σιδερένιο κουτί… Μα πώς μπόρεσε ένα κουτί να κλείνει τη λεβεντιά και τη ζωή; Και το φρικτό γράμμα με τα «συλληπητήρια βαθιά». Και τ’ απλωμένα συμπονετικά χέρια και τα χαμόγελα με την απόμακρη θλίψη, όλα είναι αλήθεια.
Και τα δυο χρόνια, ναι δυο είναι τα χρόνια, τώρα μπορεί πια να το πει, το ξέρει, που φεύγουν τα άσπρα γράμματα, λουλούδια σε βράχο φυτρωμένα χωρίς απόκριση να περιμένει καμιά. Άσβεστη φλόγα σε ξεχασμένο καντήλι οι αράδες και μόνη άρνηση τ’ όνομα του αποστολέα. Αυτό ποτέ. Για να μην υπάρχει δρόμος να υποχωρήσει η ελπίδα. Μόνο το τελευταίο. Πώς ξέφυγε του σκοτισμένου νου αυτή η αράδα, η καταλύτρα του ονείρου;
Τώρα καημέ μου αβάσταχτε! Δάκρυα από στερεμένα μάτια να’ βρεις και κραυγές από ξεραμένα χείλια.
Τώρα που πια δεν μπορεί η περήφανη πεισματική άρνηση, κάστρο να γίνει, ας γείρει το νικημένο κεφάλι, σιμά, σιμά στη γη.
Από τη συλλογή διηγημάτων Το ρετιρέ, εκδ. Θουκυδίδης, 1987
Το Φτερωτό Φουστάνι
Το ξέκρινε από μακριά. Ερχόταν κατά τη μεριά του, γρήγορο και λαμπερό σαν φωτεινό σημάδι μέσα στο γκρίζο πρωινό. Ήταν το ίδιο! Πώς το θυμήθηκε! Ένας χρόνος, πρέπει να’ναι κοντά ένας χρόνος! Πέρυσι το καλοκαίρι… Μάης, Ιούνης; Πρωινό πάλι και πάλι στον ίδιο φαρδύ δρόμο της Καλλιθέας. Πήγαινε για την Τράπεζα; Για το μαγαζί; Όμως στον ίδιο δρόμο, θυμάται, γύρισε το κεφάλι και δίπλα του, σχεδόν τον άγγιξε, το γαλάζιο φουστάνι. Ένα ουρανί φόρεμα ίσιο και συνηθισμένο και μόνον εκείνα τα δυο φτεράκια στους ώμους… Δυο μικρά μυτερά κομμάτια γαλάζιου πανιού. Στ’αλήθεια δυο μικρά φτερά έτοιμα ν’ανοίξουν και να σηκώσουν την αέρινη σιλούετα τ’αψήλου.
Βάδιζαν δίπλα – δίπλα για λίγο κι η ματιά του πήγε πιο πάνω απ’τα φτερά και πιο κάτω… Ένα αγγελάκι στη γη σκέφτηκε. Με τα ξανθά μαλλιά χυμένα πλάι στα φτερά, τα μάτια στο χρώμα του φουστανιού να βλέπουν ίσια μπροστά. Το κορμί σβέλτο, σπαθάτο. Τα χέρια ταίριαζαν, θα βοηθούσαν τα φτερά για ν’ανοίξουν, να πετάξουν…
Περπατούσαν και την κοίταζε. Αυτή γύρισε κάποια στιγμή. Μα η ματιά της τον ξεπέρασε, σα να μην ήταν κάτι το στέρεο, μια παρουσία δίπλα της. Ξαναγύρισε μπροστά και βάδιζε γρήγορα. Εβίαζε το βήμα του για να την προφταίνει. Το τσαντάκι στον ώμο της πέρα – δώθε, σα να κρατούσε το ρυθμό. Ύστερα είχε τα φτεράκια μπρος του κι έβλεπε τα ξανθά μαλλιά ν’αναδεύονται σε κάθε βήμα. Το αγγελάκι ξεμάκραινε. Αχ! Έπρεπε να της μιλήσω! είχε σκεφτεί. Τόσο γλυκό κορίτσι, έπρεπε να της μιλήσω, να περπατήσουμε μαζί!
Την άφησε να φύγει, κόσμος ανάμεσά τους, ρούχα και φουστάνια και καπέλα και μόνο τα φτερά ξεδιάκρινε δυο – τρεις φορές ακόμη. Την έχασε…
Και τώρα πάλι πρωινό. Ένας χρόνος και το ίδιο γαλάζιο φόρεμα… Στ’αλήθεια τέτοιο σχέδιο σε φουστάνι δεν είχε ξαναδεί. Πώς να το ξεχάσει; Φόρεμα να ταιριάζει σε αγγέλους.
Έφτασε ίσια μπροστά του, την εμπόδισε. Έκανε ένα πλάγιο βήμα να τον αποφύγει και το βλέμμα της πάντα μπροστά, πέρα έβλεπε, λίγο περήφανα σαν ακατάδεχτη. Τον απόφυγε και το βήμα της ούτε που άλλαξε το ρυθμό του. Αλλά τούτη τη φορά άλλαξε εκείνος το δρόμο του. Δεν θα την έχανε! Έκανε μια γρήγορη μεταβολή, ήρθε πίσω της και δεν άφηνε κανένα ρούχο και φουστάνι και καπέλο να μπει ανάμεσά τους. Ταίριαξε το βήμα του στο δικό της. Ίσια στο μεγάλο δρόμο, τι καλά! Όλο την πλησίαζε. Όλο και πιο κοντά. Σε μια στιγμή πήραν και τα ρουθούνια κάποια είδηση. Μια γλυκιά μυρωδιά, σαν γιασεμί, σαν ζουμπούλι, τόσο κοντά της!
-Δεσποινίς! είπε. Και ο ήχος, δεν μπορεί, θα’φτασε κι ας προσπερνούσαν τόσοι άνθρωποι και τ’αυτοκίνητα που χαλούσαν τον κόσμο, όπως πάντα. Τι θα της έλεγε; Λίγο αστείο. Σας θυμάμαι από πέρυσι! Δεν ξέχασα ποτέ το γαλάζιο σας φόρεμα… Τι καλά που το φοράτε και φέτος…
-Δεσποινίς… γνωριζόμαστε! Αλήθεια σας λέω. Σας γνωρίζω ένα χρόνο! είπε. Και τώρα έβλεπε την κοψιά του προσώπου της απ’το πλάι. Η μύτη μικρή κι ανασηκωτή, η επιδερμίδα άσπρη και τρυφερή, το μικρό ρόδινο αυτί ξεσκέπαστο απ΄τα χρυσαφιά μαλλιά, να δεχτεί τη μιλιά του…
-Μην τρέχετε τόσο! Αφήστε μου δυο λεπτά να σας πω πόσο σας θυμάμαι… πόσο θα’θελα να περπατήσω δίπλα σας! Να πάμε να πάρουμε έναν καφέ; Να μιλήσουμε; Δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Μια τέτοια γνωριμία στη σημερινή εποχή…
Το βήμα της το ίδιο, το βιαστικό. Ένα απαγορευτικό σήμα. Μια γύρισε το κεφάλι, τον κοίταξε. Τα μάτια πήραν κάποια έκφραση, δεν ήταν πια ένα αόρατο αντικείμενο μπροστά της. Είδε την κοψιά του προσώπου της ολόκληρη, ένα τέλειο, γλυκό πρόσωπο. Ένα μικρό κλάσμα δευτερολέπτου. Τα φτεράκια ανασηκώθηκαν μαζί με τους ώμους. Μια κίνηση αδιαφορίας; Απορίας; Κι αμέσως γύρισε πάλι μπροστά. Μα όχι! Δεν το βαστούσε να τη χάσει τούτη τη φορά! Οι συμπτώσεις είναι σπάνιες, τόσο σπάνιες στη ζωή! σκέφτηκε.
-Σας παρακαλώ! Μια στιγμή σας παρακαλώ! Μην περπατάτε τόσο γρήγορα! Μόνο να συστηθούμε, να μιλήσουμε δυο λεπτά! Μη σας χάσω πάλι!
Έστριψε το στενό, από κοντά κι εκείνος. Να’ταν το σπίτι της κατά δω; Ήταν και πιο ήσυχα, μπορούσε να τον ακούσει πιο καλά. Να σταματήσει πιο εύκολα. Γύρισε δυο – τρεις φορές, τον κοίταζε, ήταν σίγουρος πως τον παρακολουθούσε.
-Το ξέρω, δεν σας αρέσουν ίσως οι γνωριμίες του δρόμου. Μα τι να γίνει που έτσι το’φερε η τύχη να σας συναντήσω; Είναι ρομαντικό και έξω από την εποχή! Μα είναι αλήθεια πέρα για πέρα, μου αρέσετε τόσο και τόσο πολύ θέλω να γνωριστούμε…
Σα να λιγόστεψε το βήμα. Τα χέρια, τα φτερά σα να μερέψανε, δεν θέλανε πια να φύγουν, να πετάξουν… Γύριζε, τον έβλεπε χωρίς χαμόγελο, μα τον έβλεπε κι ας προχωρούσε. Είχανε γνωριστεί. Πήρε κουράγιο.
-Σας παρακαλώ, είπε πάλι. Γιατί δεν μ’ακούτε; Μια στιγμή να σταματήσετε! Δεν μπορούμε να μιλάμε περπατώντας! Θέλω να σας βλέπω!
Τ’αριστερό του χέρι ανεπαίσθητα άγγιξε το δεξί δικό της. Ξάφνου στάθηκε τόσο απότομα, τόσο που το δικό του βήμα την ξεπέρασε για λίγο. Γύρισε γρήγορα, αντικριστά της, της γελούσε πλατιά. Τι όμορφη! Άπλωσε το χέρι του. Σήκωσε δισταχτικά το δικό της εκείνη και της το’σφιξε. Τα μάτια της πάντα σοβαρά, χωρίς χαμόγελο.
-Λέγομαι Φώτης Κατρής! της είπε γρήγορα, λαχανιαστά. Επιτέλους, σας γνωρίζω!
Τότε το χέρι λευτερώθηκε μαλακά απ’το δικό του. Σηκώθηκε πιο πάνω, αργά και σαν κουρασμένα. Τα φτεράκια ακούνητα, σαν κάτι να πρόσμεναν κι εκείνα. Το δάχτυλο του χεριού της έφτασε στα χείλη της, έμεινε εκεί για μια μικρή στιγμή. Σιωπή. Σαν να’λεγε σιωπή! Ύστερα το δάχτυλο πήγε στο ένα αυτί, στο άλλο αυτάκι της, πάντα σαν κουρασμένα, σαν να τ’αρνιόταν να τα δείξει, μα πάλι έπρεπε να το κάνει, να του δώσει να καταλάβει… Να καταλάβει. Την κοίταζε απορημένος.
Τα γαλανά της μάτια είχαν σκοτεινιάσει, δυο μικρά παράθυρα και πίσω τους η νύχτα… Το κεφάλι της κουνήθηκε αργά, μια δεξιά, μια αριστερά, σε μιαν αρνητική κίνηση… Ύστερα ξεκίνησε πάλι το δρόμο της και το βήμα της όλο και πιο γρήγορο, όλο και πιο γρήγορο, σχεδόν άρχισε να τρέχει…
Ο άντρας είχε απομείνει να τη βλέπει, μέχρι που τα μικρά φτερά χάθηκαν, χωρίς ν’ανοίξουν να πετάξουν, ούτε στιγμή…
Από το βιβλίο Παράλληλες Γραμμές, Πειραϊκαί Εκδόσεις, 1991
Η Γλάστρα
Tο φυτό του εσωτερικού χώρου, ψηλό, γυαλιστερό και καταπράσινο ξεχώρισε αμέσως ανάμεσα στις μικρότερες γλάστρες και τα γλαστράκια που στόλιζαν το γραφείο του κ. διευθυντού. Δυο υπάλληλοι το βόλεψαν κοντά στο παράθυρο. Θαυμάσιο! είπαν όλοι. Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ονομαστική εορτή του Κώστα Μπένου, γενικού διευθυντή της «Εταιρείας Εισαγωγής Ειδών Αλιείας». Η ίδια η ψυχή της εταιρείας αυτός ο άνθρωπος. Για 40 ολόκληρα χρόνια. Δεμένη πια η ίδια η ζωή του με τη ζωή της επιχείρησης. Την άρχισε σαν μια μικρή «οικογενειακή» επιχειρησούλα και μέσα σε μερικά χρόνια την έφτασε να γίνει μια ατράνταχτη και υπολογίσιμη μονάδα.T
Είχε σκεφτεί σήμερα να μην πάει στο γραφείο. Η γυναίκα του, σερβίροντας τον πολύ πρωινό καφέ μαζί με τις ευχές για τη γιορτή του, το επανέλαβε δυο – τρεις φορές. Επιτέλους! Ας καταλάβουμε πως είναι γιορτή κάποια μέρα!ο φυτό του εσωτερικού χώρου, ψηλό, γυαλιστερό και καταπράσινο ξεχώρισε αμέσως ανάμεσα στις μικρότερες γλάστρες και τα γλαστράκια που στόλιζαν το γραφείο του κ. διευθυντού. Δυο υπάλληλοι το βόλεψαν κοντά στο παράθυρο. Θαυμάσιο! είπαν όλοι. Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ονομαστική εορτή του Κώστα Μπένου, γενικού διευθυντή της «Εταιρείας Εισαγωγής Ειδών Αλιείας». Η ίδια η ψυχή της εταιρείας αυτός ο άνθρωπος. Για 40 ολόκληρα χρόνια. Δεμένη πια η ίδια η ζωή του με τη ζωή της επιχείρησης. Την άρχισε σαν μια μικρή «οικογενειακή» επιχειρησούλα και μέσα σε μερικά χρόνια την έφτασε να γίνει μια ατράνταχτη και υπολογίσιμη μονάδα.
-Μα θα με περιμένουν να μου ευχηθούν. Καταλαβαίνεις τι θα γίνεται στο γραφείο!
-Ας στείλουν εδώ τις ευχές και τα δώρα! Ας έλθει εδώ να σε χαιρετήσει όποιος θέλει! Δεν το βλέπεις πόσο είσαι κουρασμένος; Τι σου είπε ο γιατρός; Όσο μπορείς ξεκούραση και ηρεμία! Κι εσύ όλο τα αντίθετα! Κοντά σ’εσένα κι εγώ στο χορό! Σήμερα έπρεπε να βρισκόμαστε σε μια μακρινή ευχάριστη εκδρομή κανείς να μη μας βρίσκει!
Άκουγε την γκρίνια της γυναίκας του, δίκαιο είχε, το ήξερε. Κι η κούραση που τον αρπάζει απ’το πρωί, τη νιώθει να του αγκαλιάζει τα πόδια μόλις σηκωθεί, μια ακεφιά, μια αόριστη ζαλάδα… Κώστα, καημένε Κώστα, είπε πριν από λίγο στον καθρέφτη του λουτρού. Παραγέρασες έρμε! Άσπρα τα μαλλιά κι η λυγερή κορμοστασιά άρχισε να θυμίζει τεθλασμένη, με τη ράχη τη σκυφτή και το στομάχι με την ακαλαίσθητη προβολή του.
-Θα πάω! είπε αποφασιστικά. Θα πάω για λίγο. Μια βιαστική ματιά να ρίξω σε κάτι καινούργια τιμολόγια, κάτι να υπογράψω και θα γυρίσω.
Τον ξεπροβόδισε στην πόρτα, αμίλητη και κατσουφιασμένη. «Έχει δίκαιο. Παραγίναμε!...» σκέφτηκε κλείνοντας την πόρτα, «και δεν της δίνω πια καμιά χαρά!»
Μπαίνοντας στο γραφείο, σταμάτησε θαμπωμένος. Τι είν’αυτά! Ένα πλατύ χαμόγελο βγαλμένο απ’την καρδιά του:
-Για μένα είναι όλ’αυτά;
Η γραμματέας πλάι του χαμογελούσε κι αυτή.
-Από το πρωί, έρχονται λουλούδια, τηλεγραφήματα, ό,τι φανταστείτε! είπε χαρούμενα.
Ο κ. διευθυντής είχε πολύ συγκινηθεί.
-Τις κάρτες! είπε πηγαίνοντας προς την τεράστια γλάστρα κοντά στο παράθυρο. Τις κάρτες για ν’απαντήσω σε όλους που με τίμησαν και να ευχαριστήσω!
-Είναι πάνω όλες οι κάρτες! Δείτε τες και θα σας τις φυλάξω!
-Κι αυτό το ωραίο φυτό, είπε εκείνος παίρνοντας κι ανοίγοντας το φακελάκι που ήταν καρφιτσωμένο πάνω σε μια πολύχρωμη χαρτονένια γιρλάντα. «Θερμές ευχές και πολλή αγάπη. Ο Μ.» διάβασε.
-Ο Μ., ποιος είναι αυτός; ρώτησε γυρίζοντας προς τη νεαρή γραμματέα που χαμογελούσε πάντα.
-Δεν ξέρω, κ. διευθυντά! Ο Μ. γράφει, το είδα…
Ο κ. Μπένος κοιτάζοντας πάντα την κάρτα ήρθε και κάθισε στο γραφείο. Γιατί Ο Μ.; Γιατί ανώνυμη κάρτα; Ξανακοίταξε τη γλάστρα – Και τόσο ωραίο, ακριβό δώρο!
-Να σας παραγγείλω έναν καφέ, μια πορτοκαλάδα; Να και τα ονόματα αυτών που τηλεφώνησαν! είπε δίνοντάς του το σημείωμα.
Ο κ. Μπένος είχε πολύ αφαιρεθεί. Ευχαριστώ, είπε, καφέ μόνον! Πάρτε γλυκά να κεραστεί όλο το προσωπικό. Και μην ξεχάσετε τις κάρτες, είπε κοιτώντας πάντα αυτή που κρατούσε στο χέρι. «Θερμές ευχές και πολλή αγάπη Ο Μ.»
Χρόνια ατελείωτα από τότε που μπορούσε να λαβαίνει κάρτες με… πονηρό περιεχόμενο. Σε κάποια γιορτή, θα’ναι καμιά εικοσαριά χρόνια, μια κατακόκκινη ανθοδέσμη, 10 τριαντάφυλλα, ΑΓΑΠΗ έγραφε μόνον η αθεόφοβη. Κι ούτε ένα γράμμα αλφαβήτου από κάτω. Αυτός αμέσως κατάλαβε… Η τσαχπίνα η μικρούλα η Νάντια. Το είχε βάλει πείσμα να τον χωρίσει, ήταν έλεγε πολύ ερωτευμένη, δεν την ένοιαζε η διαφορά της ηλικίας… τον ήθελε δικό της.
Όχι, καμιά φορά δεν έφτασε ως εκεί. Για χωρισμό ποτέ δεν το σκέφτηκε κι ας του τάραξαν την ισορροπία δυο – τρεις από τις περαστικές «παράλληλες ιστορίες»¨.
Η γραμματέας έφερε τον καφέ.
-Πάω να σας φέρω τα τιμολόγια, να γράψω το γράμμα προς την ΕΛΑΜΚΑ και να σας τα φέρω να τα δείτε και να υπογράψετε.
Ο Μ. σκεφτόταν εκείνος… Σπάνιο αρχικό για όνομα… Όλια; Θεέ και Κύριε! Όλια! Μόνον η Όλια θα μπορούσε να είναι! Όλια Μάντου! Η καρδιά του κλώτσησε άτακτα. Η όμορφη, η γλυκιά Όλια, από τις πιο σημαντικές παρουσίες στη ζωή του. Να τον θυμήθηκε; Ύστερα από τόσο καιρό; Είχε φύγει πολύ πικραμένη. «Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ, όμως δεν ήσουν εκείνος που νόμιζα. Δεν ήσουν ικανός για τολμήματα και υψηλούς στόχους! Δεν μπορείς να διεκδικήσεις μια ευτυχία! Χαλάλι σου η συμβατική σου ζωή. Να τη χαίρεσαι!», του είχε γράψει.
Το’σκισε κομματάκια το γράμμα μα κείνο γράφτηκε ανεξίτηλο στη μνήμη… Ναι δεν ήταν ικανός για άλματα τολμηρά. Την ήθελε την Όλια, την ποθούσε αφάνταστα, θα την άλλαζε με τη γυναίκα του την κάθε στιγμή. Όμως υπήρχαν κι άγραφοι νόμοι και κανόνες.
Ο Μ. λοιπόν. Είχε φροντίσει να μάθει πως η Όλια έφτιαξε τη ζωή της, έναν ανώτερο τραπεζικό είχε διαλέξει που ήταν και ποιητής. Η Όλια λάτρευε την ποίηση.
Το τηλέφωνο χτύπησε, το άρπαξε, ήταν ο ανεψιός του ο Στάθης για «χρόνια πολλά».
-Ευχαριστώ, ευχαριστώ, είπε αφηρημένα. Θα μιλήσουμε άλλη ώρα, έχω πολλή δουλειά.
Να τον θυμόταν ακόμη η Όλια; Μήπως χώρισε, μήπως έχει χηρέψει; Και τόσα χρόνια πώς μπόρεσε να τον αγνοεί; Κείνες οι τέσσερις αξέχαστες βραδιές… Για κείνες και μόνον δεν έπρεπε να τον ξεχάσει… Η γυναίκα του είχε φύγει για την επαρχία, η μητέρα της ήταν πολύ άρρωστη. «Πήγαινε αγάπη μου!», της είπε. «Εγώ πνίγομαι στη δουλειά. Αδύνατο να λείψω. Μείνε όσο χρειάζεται κοντά της…»
Ήταν τότε η πιο δύσκολη καμπή της ζωής του. Η Όλια τη δυνάστευε πι αυτή τη ζωή… Χίλιες μικρές απάτες για να τη συναντά. Να πετάγεται με χίλιες προφάσεις στο μικρό της διαμέρισμα για λίγο, τέτοιο πάθος, τέτοιο δόσιμο ολοκληρωτικό… Η γυναίκα του «παραπονιόταν»: «Πολύ απότομα μου γέρασες! Ή δεν σε εμπνέω πια εγώ;»
-Μη λες κουταμάρες, είμαι τόσο κουρασμένος και προβληματισμένος! Δεν έχω κέφι για τίποτα!
Τι να σου κάνει η δόλια, το κατάπινε…
Και κείνα τα τέσσερα εικοσιτετράωρα, δώρο Θεού! Χάθηκε απ’όλο τον κόσμο. Τηλεφωνούσε πρωί και βράδυ στη σύζυγο… «Σε παίρνω για να μην με ψάχνεις. Η καινούργια δουλειά βρίσκεται στο πιο δύσκολο κι επικίνδυνο σημείο. Αν τα καταφέρω θα’ναι κάτι πολύ σημαντικό». Ψέματα επί ψεμάτων… και το ερωτικό παραλήρημα σ’ένα κρεσέντο ακράτητο και αχαλίνωτο…
Κι αν τηλεφωνούσε τώρα η Όλια; Αν του μιλούσε και του ζητούσε να ιδωθούν; Μα πως θα μπορούσε ποτέ να της πεί «όχι» αφού τον θυμήθηκε ύστερα από τόσα χρόνια; Θα τον αντίκριζε βέβαια όπως είναι τώρα, με τη θλιβερή παραλλαγή της παλιάς του όψης. Όμως κι εκείνη θα είχε γεράσει. Ίσως τα μάτια της… τα μεγάλα της ολόμαυρα μάτια με το υγρό τους βάθος, αυτή η μαγεία όταν μισόκλειναν πίσω από τις μακριές γυριστές τους βλεφαρίδες… Το κορμί της; Το κορμί της το υπέροχο ό,τι πιο θηλυκό κι ερωτικό μπορούσε να υπάρξει, η σάρκα η αψεγάδιαστη με τη ρόδινη διαφάνεια, εκεί στην εσωτερική επιφάνεια των μηρών, κείνο το ανατρίχιασμα όταν την άγγιζε…
-Αν τηλεφωνήσει μπορεί να της πω για την Παρασκευή. Θα είναι πολύ τυχερή αν πάρει σήμερα ή αύριο… Θα’χουμε μια ολόκληρη μέρα δική μας… Η Νίτσα θα φύγει από το πρωί για την Τήνο, θα γυρίσει αργά το βράδυ… Μπορεί και την άλλη μέρα το πρωί…
Η λαχτάρα μιας τέτοιας προσμονής έκανε και την αναπνοή του άρρυθμη και βαριά. Μια ολόκληρη μέρα, αναβάπτισμα στ’αξέχαστα παλιά. Το πνεύμα πρόθυμο – σκέφτηκε κάποια στιγμή. Η σάρκα; Που έχει μάθει να προδίνει; Όχι με την Όλια, όχι! Μετά από τόσα χρόνια απουσίας, θα τη λαχταρά αφάνταστα και θα μπορεί!
Είχε ολότελα αποξεχαστεί μέσα στα συννεφάκια του τσιγάρου, είχε πάρει και τσιγάρο από το ξεχασμένο κουτί στο βάθος του συρταριού. Έτσι, στο πείσμα όλων των απαγορεύσεων, των νόμων και των κανόνων… Ένα ονειροπόλημα ηδονικό. Μια χαρά τον πλημμύριζε, η ζωή μπορεί να είναι πολύ όμορφη… Ακόμη…
Ξαφνιάστηκε όταν είδε μπροστά του τους δέκα υπαλλήλους της εταιρείας. Η γραμματέας πρώτη απ’όλους – κι όλοι χαμογελούσαν.
-Πότε μπήκατε; είπε απορημένος.
-Ήρθαμε όλοι μαζί να σας ευχηθούμε κι από κοντά… Στη γλάστρα δε βάλαμε όλα τα ονόματα.
-Ποια γλάστρα; ρώτησε και η καρδιά του κλώτσησε πάλι, τώρα όμως με πόνο η σκασμένη.
-Αυτή, η μεγάλη! του έδειξαν.
-Ο Μ; είπε αυτός ξέπνοα
-Ναι κύριε διευθυντά, ίσως ήταν ανόητο. Όλοι Μαζί, αυτό εννοούσαμε. Κι ήρθαμε τώρα να σας σφίξουμε το χέρι… Όλοι Μαζί.
Από τη συλλογή διηγημάτων
Ο Έρωτας ήρθε το φθινόπωρο, εκδ. Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς, 2000
Η Βροχή
Μπήκαν βιαστικά, η πόρτα πρόθυμα να τους ανοιχτεί, να κλείσει πίσω απ’ τις βρεγμένες πλάτες τους, σταγόνες παντού και υγρά πατήματα σιδερωμένες από άλλα βήματα πλάκες.
Έλα
Διάλεξαν την πιο μακρινή και απόμερη γωνιά. Το τραπέζι στολισμένο πρόσφατη αναχώρηση από ποτήρια, φλιτζάνια και πιατάκια… Τα’ σπρώξε μακριά εκείνος με το χέρι του. Τη τράβηξε στο μέσα κάθισμα. Εδώ… να’σαι προφυλαγμένη.. ακόμα κι από μάτι κακό.
Η βροχή καραδοκεί έξω γέλασε αυτή. Μας περιμένει να αποτελειώσει το λούσιμο. Και χωρίς ομπρέλα δεν γλιτώνουμε.
Ομπρέλα… τα χέρια σου πόσο τα’ αγαπώ.
Τα πήρε ανοιχτά παγωμένα μέσα στα δικά του, τα στέγνωσε. Ομπρέλα τα χέρια σου, τα θέλω πάντα για μένα, να’ναι η δική μου σκέπη.
Ο χρόνος είπε για πόσο θα μα ευχαριστεί; Πρέπει να τον έχουμε ανάμεσά μας στη κάθε στιγμή. Μας το θυμίζει, μην το ξεχνάς. Φύλακας, φρουρός ζωής, ο χρόνος. Και τα χέρια μου… τόσο που αδυνατούν πια να σκεπάζουν, μη, μη τα βλέπεις σε παρακαλώ.
Αγαπώ τις μικρές σκιές τους που παλεύουν το χρόνο, και εσύ μου τις κρύβεις με «ψιμύθια».
Έσκυψε και τα φίλησε ένα, ένα με τη σειρά, και πάλι και πάλι. Αγάπη μου, είπε, αυτό μόνο. Ο χρόνος, διαμάντι ατόφιο η κάθε στιγμή του. Κι η βροχή μόνο δάκρυα μπορεί να ξεπλένει. Όλα τα άλλα είναι πιο μέσα ακόμα, πιο μέσα, τα δικά μας, τα ακριβά μας, τόσο βαθειά μέσα μας, κανείς δεν τα φτάνει.
Το φρέσκο νερό, οι καφέδες ήρθαν μπροστά τους. Άπλωσε το ζεστό της χέρι στο μάγουλό του. Μια βελουδένια ανατριχίλα… Δεν κρυώνω πια! Κι ούτε τη βροχή φοβάμαι. Κι άδικα μας φοβερίζει ο χρόνος! Θα με κρύψεις κάτω απ’ τη μασχάλη σου… Τόσο δα μικρούλα θα γίνω, θα με κρύψεις! Και θα ζούμε εκεί. Θα περπατούμε στο δρόμο, και χτες και προχτές και αύριο αόρατοι.
Έσκυψε στα χείλη της.
Σηκώθηκαν και βγήκαν. Η βροχή είχε θεριέψει και η μουσική από το πλατσούρισμα, μια υπόκρουση στο γρήγορο βηματισμό τους.
Η νύχτα του Ορέστη
Η νύχτα με νύχια και δόντια σαν όλες τις νύχτες. Τις γνώριζε καλά πια. Μια συνήθεια… Και τα φεγγάρια – ποιος γυρίζει να τα κοιτάξει – ενοχλητικά φανάρια που φέγγουν θλιβερά, ανούσια – Καλά είναι να λείπουν. Οι δουλειές είναι για τις σκοτεινές νύχτες, τις αφέγγαρες. Νυχτοπερπατήματα στο σκοτάδι. Γενικά το σκοτάδι του πήγαινε, τον ηρεμούσε. Οι χτύποι της καρδιάς, το κοντανάσαιμα πιο λίγο. Κι η κάποια ώρα του ύπνου, πιο εύκολη κι αυτή.
Μέσα στα νυχτερινά στέκια όμως οι προβολείς με Laser, χίλια φεγγάρια και ήλιοι. Το κοφτερό τους φως, λες ένα λεπίδι που γύριζε – κυκλικά γύριζε – αν σε πετύχαινε στα μάτια έπρεπε να τα κλείσεις, μια γρήγορη κίνηση πανικού και άρνησης. Έφευγε ο προβολέας, το σκοτάδι ένα με τους αδέσποτους ήχους, ένας ρυθμός που τριβέλιζε το μυαλό. Αν δεν ήσουν καλά ‘φτιαγμένος’ σε ξετελείωνε με το επίμονο ‘Ντούπ-α, Ντούπ-α, Ντούπα-α’. Σε τρέλαινε. Ύστερα ο προβολέας γύριζε πάλι κατά πάνω σου. Ντούπ-α, Ντούπ-α. Κι εσύ χόρευες αδέσποτος σαν το ρυθμό.
Πότε πρόλαβαν και μπήκαν όλ’αυτά στη ζωή του. «Είκοσι έξι χρόνια ζωής, πότε πρόλαβαν τόσα ν’αλλάξουν;», αναρωτιόταν ο Ορέστης. Και τι έγινε; Αυτός μπήκε μέσα τους; Μια φορά, σαν μπεις εκεί δεν ξαναβγαίνεις. Κι ούτε που το σκέπτεσαι! Ούτε το θέλεις. Χορεύεις.
«Σφηνάκι το λένε τώρα το τσίπουρο;» Θυμάται, είχε ρωτήσει την πρώτη φορά. Του είχε θυμίσει το μεγάλο μπουκάλι στο πάνω ράφι της κουζίνας, στο σπίτι στο Βόλο. Κάποια φορά αυτός κι ο Βαγγέλης, ο μικρότερος, είχαν βάλει κρυφά από τη μάνα τους τη μεταλλική σκάλα, ανέβηκαν, κατέβασαν το μπουκάλι, το ξεβούλωσαν με τα μικρά τους χέρια κι έβαλαν σ’ένα ποτήρι. «Είναι το τσίπουρο!»
«Του μπαμπά! Το φτιάχνει ο θείος Αλέξανδρος. Πρέπει να δοκιμάσουμε!». Ο Ορέστης είχε την ιδέα. Πολλές ιδέες και περιέργειες στη ζωή του. Πολλές δοκιμές για ό,τι καινούργιο. Ο Βαγγέλης μόλις ήπιε μια γουλιά έφτυσε δυνατά κλαίγοντας και βήχοντας.
«Με καίει! Καίει πολύ! Νερό!»
Έτρεξε στη βρύση. Αυτός πήρε το ποτήρι, το κοίταξε καλά κι ύστερα ψύχραιμα κι αποφασιστικά, παλεύοντας με την καούρα, ήπιε τρεις μεγάλες γουλιές. Ο Βαγγέλης τον κοίταζε με ολάνοιχτο στόμα και μάτια γουρλωτά. «Το μπορείς Μπορείς;»
«Μπορώ», είπε σιγοβήχοντας. «Έπρεπε να δοκιμάσω, να δω πως είναι. Μα δε μ’αρέσει».
Η μικρή ζαλάδα που ήρθε ύστερα, ήταν κάτι ευχάριστο. Τσίπουρο δεν ξανάπιε. Όμως, αυτά τα μικρά ποτήρια στα νυχτερινά στέκια τα συνήθισε αμέσως. Όλο και πιο πολύ, τα λαχταρούσε, κι από κοντά τα ποτά στο σπίτι… Μέχρι που το πήρε χαμπάρι η μάνα και τα κλείδωσε. «Κατήφορο! Κατήφορο μου παίρνεις!», του είπε την πρώτη φορά που κατάλαβε. Η φωνή της είχε φόβο κι ανησυχία. Σπαραγμό την επόμενη φορά που το ξανάπε.
Τώρα ήταν το σπίτι της Αθήνας. Ο Βαγγέλης, το καλό παιδί της οικογένειας είχε μπει στο Πανεπιστήμιο. Σπούδαζε οικονομικά. Αυτός συλλογιζόταν… ίσως αν είχε μείνει στο Βόλο, με τα καλοκαίρια το μισό καιρό στο Μαύρο Λόφο, το Καρανταναλί και στην παραλία του Αλμυρού τον άλλο μισό… Με την ήσυχη ζωή στην πόλη το χειμώνα. Τα γράμματα του πατέρα από τα μακρινά ταξίδια, το σίγουρο «έμβασμα» κάθε μήνα. Με τη Μαρία… τη Μαρία…
Ίσως τότε να μην άλλαζε τίποτα. Η Αθήνα σήμανε αλλαγή. Όλα τα σκόρπισε και τα ξανάφτιαξε μ’έναν άλλο τρόπο. Καταλυτικό.
Είκοσι χρονών, μόλις τελείωσε το στρατιωτικό, μάθαινε μια τέχνη. Μηχανικός αυτοκινήτων. Τα γράμματα δεν τάθελε.
«Δεν πειράζει», είχε πει ο πατέρας, «θα σου ανοίξω το πιο τέλειο μαγαζί. Μόνο να μάθεις καλά τη τέχνη σου αφού δεν θέλεις να ταξιδεύεις στις θάλασσες σαν εμένα. Και στην Αθήνα είχε καλά συνεργεία για να πας, ύστερα αν θες γυρίζεις στο Βόλο. Να είμαστε κοντά στο παιδί τώρα που σπουδάζει, να μη μας ξεστρατίσει κι είναι κρίμα»
Το πήρε λίγο προσωπικά το θέμα, πληγώθηκε, όλα για τον Βαγγέλη; Ήταν και η Μαρία, η μεγάλη αγάπη. Δεκάξι χρόνων αυτός, δεκατέσσερα εκείνη και το δάσος με τις φιστικιές του θείου Αλέξανδρου στο ‘Μαύρο Λόφο’, στο Καρανταναλί όπως το λένε. Ένα καλοκαίρι γεμάτο φως… Οι καρποί έδεναν πάνω από τα κεφάλια τους στέρεοι, καταπράσινοι κι ένα άρωμα βανίλιας σκόρπιο στον αέρα. Το έσκαγαν από την παρέα των άλλων παιδιών – ήταν καμιά δεκαπενταριά που μαζεύονταν εκεί τα καλοκαίρια – και τρύπωναν στα δυο στρέμματα με τις φιστικιές του θείου Αλέξανδρου. Την έσφιγγε στην αγκαλιά του καθώς σουρούπωνε, ένα πέπλο αόρατης μαγείας τους τύλιγε, νόμιζες σε ένα όνειρο, όλα ακίνητα, θαμπά σαν μαγεμένα και τα φιλιά τους άπραγα. Μάθαιναν ο ένας απ’τον άλλον.
«Μ’αρέσει εδώ», τούδειχνε η Μαρία τραβώντας το κεφάλι του στο λαιμό της. Ύστερα άπλωνε να τον χαϊδέψει. «Κι εσύ, χάιδεψέ με έτσι κι έτσι».
Κι αυτός τρελαινόταν. Η Μαρία ξεσήκωνε μια ειρηνική επανάσταση εντός του. Κι όταν ξεσπούσε σέρνοντας κάθε κόχη του κορμιού του πάνω της, την ήθελε πάλι και πάλι.
Το άλλο καλοκαίρι που ολοκλήρωσαν τη σχέση τους, εκεί, στις φιστικιές, είχαν βρει μια γωνιά ίδιο κρεβάτι, μαλακό, μια γουβιαστή κόχη ανάμεσα στα δυο δέντρα, στρωμένη με φύλλα και κλαριά τους έκρυβε κι ένας πυκνόφυλλος θάμνος, μάτι ανθρώπου δεν τους έπιανε εκεί στη φωλιά τους.
Το χειμώνα στο Βόλο τα πράγματα ήταν δυσκολότερα. Όμως, μεγάλωναν, ήταν πιο εύκολο για κείνον να πηγαίνει να την βρίσκει, κι ας έμενε έξω απ’την πόλη, ήταν και τ’ατελείωτα τηλεφωνήματα που γεμίζουν τον ανυπόμονο χρόνο.
Μέχρι που «προέκυψε» η Αθήνα.
«Μόλις τελειώσω κι ανοίξω το μαγαζί παντρευτήκαμε!», της είπε. «Περίμενέ με, το καλοκαίρι θάμαι εδώ, στο βουνό μας, στις φιστικιές μας! Ας είναι παληό, το σπίτι υπάρχει! Κι ο Βόλος για το χειμώνα δεν είναι μακριά! Θάρχομαι!»
Η Μαρία έκλαιγε. «Θα με ξεχάσεις! Οι Αθηναίες είναι καπάτσες!»
«Δεν υπάρχει πιο μάγισσα από σένα και το ξέρεις!»
Μάγισσα πόλη η Αθήνα. Το δεύτερο καλοκαίρι κιόλας ο Ορέστης δεν γύρισε στο Μαύρο Λόφο. Ούτε έμαθε, ούτε θέλησε να μάθει για τη Μαρία. Το δάσος με τις φιστικιές, αυτό το έμαθε, κόπηκε ξύλα γιατί ο θείος Αλέξανδρος άφησε χρόνους ξαφνικά. Ο πατέρας γύρισε από κάποιο ταξίδι χτυπημένος από συμφόρεση. Όλα άλλαζαν μέσα στο σπίτι στην Αθήνα. Μόνον ο Βαγγέλης συνέχιζε απτόητος – παιδί με σωστή ρότα στη ζωή του. Τέλειωνε το Πανεπιστήμιο και πήγε φαντάρος. Καμάρι της μάνας που τον κανάκευε περήφανη, τόσο πληγωμένη από τον άλλο, τον Ορέστη, που έχανε ολοένα τη ρότα του, μέσα στο πέλαγος ξυλάρμενος πια.
Κάθε τόσο άλλαζε δουλειές. Θολογύριζε στο μυαλό του κάτι να κάνει, να στεριώσει πια σ’αυτό το μαγαζί. Ήταν καλός τεχνίτης, μπορούσε να βγάζει μεροκάματο. Όμως δεν περνούσε βδομάδα, άρχιζαν οι αργοπορίες τα πρωινά. Οι ζαλάδες που δεν τον άφηναν στις ώρες της δουλειάς. Οι παρορμήσεις, αυτή η τρελή αγριεμένη θάλασσα που φούσκωνε ξαφνικά να τον πνίξει. Να βρει τρόπο να φύγει, να πάει για τη «δόση» κι ύστερα να παραδοθεί, να βουλιάξει στην ήρεμη απελπισία του. Τ’αφεντικά γρήγορα κουράζονταν μαζί του.
«Δεν κάνεις για δουλειά…»
«Ο δρόμος σου πολύ κακός παιδί μου…»
Γύριζε στο σπίτι, η μάνα καταλάβαινε αμέσως.
«Έφυγες πάλι!»
Ούτε που της απαντούσε. Ο πατέρας καθισμένος στην αναπηρική πολυθρόνα, στο μπαλκονάκι, του άπλωνε το γερό του χέρι. Και τα μάτια του κοίταζαν ίσια μέσα στα δικά του. τα μάτια του είχαν πάρει μια αφύσικη καστανή παιδικότητα, πράη και πονεμένη. «Γιατί…», σα νάλεγε. «Γιατί…»
«Έχεις να μου δώσεις κανά φράγκο;» Δεν ντρεπόταν να τον αντικρίζουν αυτά τα παιδικά μάτια του γέρου και να του λέει «Έχεις;»
Το σπίτι είχε πια στεγνώσει να του δίνει. Μια σύνταξη και κάποιο μικροεισόδημα, η μάνα νάχει το νου της στο κουμάντο και στο παιδί, ο Βαγγέλης δεν έχει ακόμα δουλειά, έχει την ανάγκη της. Πως θα γίνει; Τι θα γίνει με σένα;» Όλο και αγρίευε κι επαναστατούσε, έχανε την υπομονή της μαζί του. «Όλο στο χειρότερο πας!»
Είχε φτάσει να παίρνει κρυφά πράγματα από το σπίτι, να τα πουλά χωρίς τύψεις. Το καλό ρολόι του πατέρα, η φωτογραφική μηχανή. Τα λίγα χρυσαφικά στο κουτί της μάνας…
Στήσανε μια συμμορία. Ο Τάσος, ο Βασίλης, ο Τίτος κι αυτός. Έπρεπε να γίνει κάτι πιο οργανωμένο. Πηγές, να βρίσκονται πηγές για να φέρνουν παρά. Με όποιο τρόπο. Όλο και βούλιαζαν οι αντιρρήσεις κι οι δισταγμοί κι οι φόβοι. Με όποιον τρόπο. Όλα επιτρέπονται!
Τα βράδια μαζεύονται στο σπίτι του Τάσο, ενός αχαϊρευτου 30άρη, ένα βρώμικο υπόγειο όπου ζούσε αυτός έρημος και μόνος, διωγμένος απ’όλους τους δικούς του.
Στο λερό τραπέζι της κουζίνας, με χαρτί και μολύβι κατάστρωναν τα σχέδιά τους. «Οδός Ιπποκάμπου… αριστερά στην πρώτη πάροδο, το σπίτι χαμηλό, η γριά μέσα μόνη κι έχει γερό κομπόδεμα… Η πίσω πόρτα βλέπει τυφλά σ’ένα ολοσκότεινο κήπο…»
Ο Τάσος «γύριζε και μύριζε» όπως λένε, δηλαδή παρακολουθούσε κι έβρισκε κατάλληλα στέκια για «πάτημα». Κι οι δουλειές πήγαιναν καλά. Με το χτυποκάρδι, με την αγωνία τη σχετική όμως δεν θάθελε ποτέ ο Ορέστης να λερώσει με αίμα τα χέρια του, αυτό όχι και τόλεγε και στους άλλους. «Να προσέχουμε. Δείρε, φίμωσε, φοβέρισε, όχι σκοτωμούς».
Οι δουλειές άνοιγαν, πλάταιναν. Βλέπεις, τα «χτυπήματα» με την άσπρη σκόνη στη φλέβα όσο περνάει ο καιρός, τάχεις ανάγκη όλο και πιο συχνά, είχαν κι οι τέσσερις φτάσει σ’αυτό το σημείο και το «πράμα» όλο και ακριβότερο. Καθόλου δυσεύρετο. Μα πολύ ακριβό. Κι εσύ θα έκανες τα πάντα για να μη σου λείψει.
Στη μικρή επαρχιακή τράπεζα όπου πήγαν πριν από λίγο καιρό, για νάναι κάπως μακριά να μη δίνουν στόχο όλο γύρω στις γειτονιές τους, παραλίγο να θαφτούν! Μπήκαν μέρα μεσημέρι. Ο Τάσος τάχε όλα κανονίσει «χρονικά» και το κλεμμένο αυτοκίνητο πριν από δυο βδομάδες με τιν Τίτο έτοιμο στο τιμόνι. Η καραμπίνα με την κομμένη κάνη στον ώμο του Ορέστη. Πέντε σαστισμένοι άνθρωποι μέσα, ο Βασίλης με το όπλο στο χέρι ίδιος αίλουρος, να πηδά στο ταμείο ουρλιάζοντας: «Ληστεία! Τα λεφτά για θα πεθάνετε!»
Κι έγιναν τόσο εύκολα και γρήγορα, το σακούλι γέμισε αμέσως, η ταμίας τάδωσε όλα τρέμοντας. Όμως μόλις βγήκαν κι οι τρεις, δυο περαστικοί έβαλαν άγριες φωνές. «Πιάστε τους! Ληστές! Πιάστε τους!» Ο Ορέστης έριξε μια στον αέρα, μπήκαν γρήγορα στο γκρίζο αυτοκίνητο, ο Τίτος ξεκίνησε με μιας. Ο ιδρώτας τους έλουζε λες κι έπαιρναν μέρος σε τρομακτική αστυνομική ταινία. «Βάλε το χέρι σου Παναγιά μου!» σκέφτηκε ο Ορέστης καθώς άκουγε μαρσαρίσματα και κόρνες ξοπίσω. «Παναγιά μου!», ναι, ήθελε και την Παναγιά να βοηθά σε κάτι τέτοια. Αν είναι δυνατόν! Μα άνθρωπος είναι κι αυτός και την ανάγκη της είχε τούτη την ώρα. Και «μάνα μου» και «Παναγιά μου» κάτι φορές.
Ησύχασαν γι αρκετό καιρό, να καταλαγιάσουν τα πράγματα, είχε γίνει και κάποιος ντόρος, γράφανε τα φύλλα κι είχαν και το πρόσωπό τους ξεσκέπαστο. Μπορεί κάποιος να τους γνώρισε. «Βλακεία!», είπε ο Βασίλης. «Κάνουμε βλακείες! Άλλη φορά θα φοράμε μαύρα μαντήλια. Και όχι Τράπεζα τώρα! Σπίτια. Ξέρω γω. Θα βγάλουμε λαυράκι»
Τα μελέτησε, λέει, πολύ. Μια μικρή μονοκατοικία στο Χαλάνδρι, ο άνδρας ναυτικός και καλός κουβαλητής λείπει, η μάνα μόνη μ’ένα παιδί. «Θα υπολογίσουμε κοντά στη μέρα που έρχεται το ‘έμβασμα’ και πάει και το παίρνει η γυναίκα να περάσει το μήνα. Μην σκοτίζεστε εσείς! Νάστε μόνο ξεκούραστοι, ψύχραιμοι κι ωραίοι!»
Όλα κανονίστηκαν, ένα άλλο αυτοκίνητο που είχε «βουτήξει» ο Τάσος βρισκόταν καλά κρυμμένο, σε κάποια ερημιά και τους «περίμενε».
Ήταν για τη νύχτα της Παρασκευής. «Για να έχουμε ένα καλό Σαββατοκύριακο με μπόλικο ‘πράμα’ στα χέρια», είπε ο Τάσος. Ο Ορέστης άκουγε με σκυμμένο κεφάλι, όλο και πιο άβουλος γινόταν, λες και το κεφάλι του άδειαζε ολοένα, χάος μέσα γινόταν, λες και το κεφάλι του άδειαζε ολοένα, χάος μέσα του. Χτες είχε σπρώξει άγρια τη μάνα του να φύγει από μπροστά του καθώς του κουνούσε το δάκτυλο μες στη μούρη, οργισμένη. «Δεν σε αντέχουμε πια! Ένα άχρηστο τομάρι εδώ μέσα! Θέλεις να μας πεθάνεις όλους! Τίποτε δεν σέβεσαι και δεν λογαριάζεις…» Η μάνα παραπάτησε, έβαλε ένα κλάμα γοερό, έπεσε χάμω. Αυτός γύρισε να φύγει κι η ματιά του πήρε τον πατέρα του που μ’ανασηκωμένο τρεμάμενο κεφάλι, όσο μπορούσε πάνω απ΄το μαξιλάρι του, έβλεπε με μάτια γεμάτα έκπληκτη παιδικότητα.
Έδωσε μια στην πόρτα, βγήκε, έψαξε για τσιγάρο στην τσέπη που το άναψε περπατώντας και παραπατώντας. Κάτι λίγα ψιλά βρίσκονταν στη τσέπη του κι ο έμπορος στο δεξί παγκάκι του πάρκου θα περιμένει τη νύχτα για το χρέος το προχτεσινό.
«Μόνο γι αυτή τη φορά», σκέφτηκε θολά. «Πρέπει να βρω δουλειά… στο συνεργείο του κυρ Σάββα με θέλουν, θα με πάρουν αν τους ζητήσω… Να δοκιμάσω για κανένα μήνα. Να γλιτώσω!»
Το μόνο που δεν είχε δεχτεί ακόμα ήταν να γίνει πωλητής, «βαποράκι». Αυτό δεν θα το κατάφερνε ποτέ. Κάτι μέσα του σα να αντιδρούσε αποφασιστικά. Τελεσίδικα… Ο Τάσος ήθελε να τον πηγαίνει έξω από το Λύκειο. «Εκεί να δεις τι γίνεται! Θα δεις πόσο εύκολα βρίσκεις τρυφερούδια, πρόθυμα και καλοπληρωτές!»
Δεν το μπορούσε, χωρίς να εξετάζει το ‘πως’ και το ‘γιατί’. Δεν το μπορούσε! Χίλιες Τράπεζες και άλλα τόσα σπίτια ναι, κι ελπίδα πως κάποτε θα στεριώσει σε κάποια δουλειά.
Τη Πέμπτη έμεινε ήσυχος στο σπίτι. Η μάνα του δεν του μιλούσε, το βλέμμα της γεμάτο περιφρόνηση και πόνο. Του πέταξε ένα πιάτο φαί το μεσημέρι κι αυτός έφαγε σιωπηλά. Ο Βαγγέλης είχε άδεια, ήρθε λάμποντας από νιάτα και φρεσκάδα. «Γειά σου!», είπε κι έσκυψε και τον φίλησε. «Καπνίζεις;», τον ρώτησε. «Όχι αδελφέ μου. Δεν πάει καθόλου με τον αθλητισμό. Κι εγώ είμαι λοκατζής!»
«Καλά κάνεις!». Ακούμπησε την παλάμη του πάνω στο ηλιοκαμένο του χέρι.
Ο Βαγγέλης δεν είπε τίποτ’άλλο. Όμως του γελούσε και στη μάνα που τσακίστηκε να τον περιποιηθεί, στον πατέρα που με το τρίποδο μεταλλικό μπαστούνι ήρθε κούτσα – κούτσα και σωριάστηκε στην πολυθρόνα απέναντι για να τον βλέπει.
«Άλλος ο δικός μου δρόμος, πόσο αλλαξοδρόμησα! Πόσο!», συλλογίζεται ο Ορέστης.
Πήγε και ξάπλωσε. Ο Βαγγέλης του χτύπησε. «Φεύγω! Γειά σου αδερφέ!». «Γειά σου;» είπε ξέπνοα από μέσα. Είχε πάρει τρία χάπια, είχε κάπως ‘φτιαχτεί’ κι ήταν ήρεμος και πολύ κουρασμένος. ‘Φτιάχτηκε’ και την Παρασκευή προτού ξεκινήσει. Κάπνισε και μπόλικα τσιγάρα, το ραντεβού τους ήταν για τις 12 το βράδυ στο παραδρομάκι όπου περίμεναν οι τρεις τους μέσα στο κλεμμένο Φορτάκι.
Η μάνα όλη μέρα πέρναγε πλάι του. «Εδώ θα είσαι όλη μέρα πάλι;» μουρμούρισε κάποια στιγμή. Σηκώθηκε βαρετά χωρίς να απαντήσει. Ο πατέρας ήταν καθισμένος στην αναπηρική πολυθρόνα του στο μπαλκονάκι. Πήγε κοντά, εκείνος σήκωσε το κεφάλι, τα μάτια του με το παιδικό φως στο καστανό τους βάθος τον έβλεπαν ίσια μέσα στα δικά του.
«Τι κάνεις πατέρα;», είπε σιγά κι είχε πολύ καιρό να το πει. Τα γέρικα στεγνά του χείλια άνοιξαν μ’ένα χαμόγελο. Άπλωσε τ’αριστερό του χέρι κι ο γιος του το πήρε με τα δυο του δικά του και τόσφιξε. «Να’σαι καλά!», του είπε.
Τη νύχτα φεύγοντας είπε κι ένα «Γεια σου μάνα!». Έτσι, σαν κάτι τρυφερό και παράταιρο από μέσα του που πάσκιζε να βγει, να ξελευτερωθεί και ν’ακουστεί, κι ας κρατούσε την κοντόκανη καλά κρυμμένη μέσα στη μαύρη σακκούλα… Η μάνα κοντοστάθηκε. Είχε φορέσει τη νυχτικιά της, έβγαινε από το λουτρό να πάει για ύπνο. «Γεια σου», είπε σιγά, σαν ξαφνιασμένα κι ύστερα καθώς η πόρτα έκλεινε μαλακά, σήκωσε το χέρι της κι έκανε τρεις φορές πίσω του ένα σταυρό στον αέρα.
Τον περίμεναν, να καθίσει πλάι στον Τίτο που ήταν στο τιμόνι. «Προς Χαλάντρι!», είπε ο Βασίλης και ξεκίνησαν. Πήγαιναν αργά και προσεκτικά μέσα στη δροσερή νύχτα, για να μη δώσουν κανένα στόχο σε κανέναν. «Εύκολη δουλειά!», εξηγούσε ο Βασίλης. «Ο Τίτος στο αυτοκίνητο με τη μηχανή έτοιμη πίσω από το σπίτι, έχει κρυψώνα βολική, δρομάκι έρημο, μόνο για μερικά παρκαρίσματα. Ο Τάσος θα φυλάει μπροστά να σφυρίζει όπως ξέρει αν δει κάτι. Σκύλος δεν υπάρχει. Ο Ορέστης κι εγώ παραβιάζουμε το παράθυρο του λουτρού. Θ’ανέβουμε απ’το δεντράκι που βρίσκεται απ’έξω. Τελείως ανασφάλιστοι οι ηλίθιοι. Μπαίνουμε σιγά σιγά, η κυρία θα κοιμάται καθώς και το μικρό. Προσπαθούμε να μη ξυπνήσει το παιδί, αυτή τη φιμώνουμε, τη δένουμε και απ’τη ντουλάπα της τουαλέτας της ή όπου βάζει τα ‘σέα της’ και θα μας δείξει θέλει δε θέλει, τα παίρνουμε και φεύγουμε από την πόρτα, σαν κύριοι…»
Άκουγαν σιωπηλοί, καπνίζοντας. Η κίνηση αραίωνε όσο προχωρούσαν, περασμένη πια η ώρα και η τοποθεσία μακριά από το κέντρο.
«Και μην ξεχάσετε τα μαύρα μαντήλια!»… Ο Ορέστης έσφιγγε την καραμπίνα. «Όπλα όλα για κάθε ενδεχόμενο» είπε ο Βασίλης. Η νύχτα έχει δόντια, αυτό πια το ξέρουν.
Φτάσανε. Ο Τίτος σταμάτησε μαλακά, αθόρυβα, έσβησε τα φώτα. Μια στιγμή σιωπής, κι ύστερα οι άλλοι πετάχτηκαν έξω με μιας. Το σπίτι άσπρο, φάνταζε μέσα στη νύχτα τόσο ήρεμο, χτισμένο με φροντίδα. Γύρω του ο κήπος έστελνε κάποια υποψία από άρωμα νυχτολούλουδου. Ο Τάσος με το χέρι στην τσέπη να σφίγγει το πιστόλι τράβηξε για τη μπροστινή όψη, να φυλάει κοντά στην ξύλινη σκαλισμένη πόρτα. Οι άλλο δυο έφτασαν κάτω από το πίσω παράθυρο. Ο Βασίλης σκαρφάλωσε πρώτος στο πεύκο, μ’ένα εργαλείο που έβγαλε από την τσέπη, έδωσε μια δυο τρεις, το παράθυρο ανεπαίσθητα έτριξε, με το φακό στο χέρι εξαφανίστηκε στο εσωτερικό. Ο Ορέστης τον ακολούθησε, ένιωσε την καρδιά του να χτυπά ακουμπιστά στον κορμό του δέντρου, η καραμπίνα κρεμόταν βαριά στον ώμο.
Πέρασε τα δυο πόδια προσεκτικά απ’το στενό παράθυρο και πήδησε μέσα. Το φωτάκι τον περίμενε, προχώρησαν ακροπατώντας με τα λαστιχένια τους παπούτσια… από την ανοιχτή πόρτα του δωματίου, μια ήσυχη ανάσα ανθρώπου που κοιμάται βαθιά. Ο Βασίλης σταμάτησε, έβγαλε μαύρο μαντήλι με το λάστιχο από την τσέπη και το πέρασε κάτω από τα μάτια. Του έγνεψε. Πήρε και ο Ορέστης το δικό του και το πέρασε κι αυτός. Ένιωθε το μυαλό του τόσο ξεκάθαρο. Στάθηκαν πάνω απ’το κεφάλι της κοιμισμένης γυναίκας, ο Βασίλης κράταγε το όπλο ίσια κατά πάνω της. Ο Ορέστης δεν είχε κουνήσει την καραμπίνα από τον ώμο του. Από την πόρτα του διπλανού δωματίου το παιδί αναδεύτηκε, ακούστηκε ο ανασασμός του. «Ευτυχώς», σκέφτηκε ο Ορέστης, «ευτυχώς δεν κοιμάται κοντά της».
Ξάφνου η γυναίκα σα να ένιωσε τις απειλητικές σκιές τους στο σκοτάδι. Ο φακός στο χέρι του Βασίλη κοίταζε ίσια κάτω στο πάτωμα όμως εκείνη πετάχτηκε αλαφιασμένη, άπλωσε γοργά το χέρι στο λαμπάκι πλάι της κι άναψε το φως. Τινάχτηκε πάνω με μια πνιγμένη κραυγή.
«Σιωπή!», είπε ο Βασίλης με σφυριχτή φωνή. Μια σκοτεινή φοβέρα τη βάραινε. «Σκασμός! Και να μας δείξεις που είναι τα λεφτά σου, γρήγορα, για να μην πάθεις κακό κι εσύ και το παιδί σου»
Τα μάτια της νέας γυναίκας ολάνοιχτα, τα μαλλιά της ανάστατα γύρω στο όμορφο πρόσωπό της το κατάχλωμο, με τη φρίκη να το συνταράζει. Ο Ορέστης έπνιξε την κραυγή του, την καταχώνιασε βαθιά μέσα του… «Μαρία! Μαρία μου!...». Άφηνε το Βασίλη να ψάχνει νευρικά, να τα σκορπίζει όλα παντού.
«Κουνήσου, τι έπαθες μωρέ;», του είπε σφυριχτά κάποια στιγμή μα αυτός είχε απομείνει ακούνητος, έτοιμος να σωριαστεί… Η χλωμάδα πίσω από το μαύρο μαντήλι, ο ιδρώτας μούσκευε κορμί και πρόσωπο, θάμπωνε τα μάτια. Η Μαρία έδειχνε με χέρι να τρέμει αδιάκοπα τα συρτάρια. «Μη μου κάνετε κακό! Το παιδί μου;» Λυγμοί που προσπαθούσε να κρατήσει την συντάραξαν.
«Πάρτε ό,τι θέλετε! Στο μεγάλο συρτάρι όλα μου τα λεφτά… στο μικρό τα κοσμήματά μου. Σας παρακαλώ! Πάρτε τα όλα και φύγετε!»
Ο Βασίλης στοίβαζε ό,τι μπορούσε στο σακούλι, ούτε που φρόντιζε πια να σημαδεύει με το πιστόλι μια ακίνδυνη μοναχική γυναίκα, μια μάνα που έτρεμε για το παιδί της. Κι ο άχρηστος ο Ορέστης νάχει μείνει να την κοιτάζει σα χαζός… Στήλη άλατος!
«Πάμε!», του πέταξε σαν φτυσιά. «Κουνήσου και πάμε!» Προχώρησε στο διάδρομο για την εξώπορτα. Ο Ορέστης για κλάσματα δευτερολέπτου έμεινε μόνος αντίκρυ της, τα μάτια της τα γλυκά τα σκιαγμένα γεμάτα δάκρυα, το στήθος της λεύτερο μέσα στο χαλαρωμένο νυχτικό, αναδευόταν ασταμάτητα… Τα χέρια της δεμένα σε μια ικεσία. «Φύγετε!», είπε πάλι μ’ένα λυγμό. «Το κλειδί στην πόρτα! Φύγετε σας παρακαλώ!» Γύρισε χωρίς μιλιά, έφτασε στο Βασίλη στην πόρτα, γύρισαν το κλειδί και βγήκαν στη δροσερή νύχτα… Τη νύχτα που είχε χάσει τα νύχια και τα δόντια της, είχε γεμίσει μόνο θλίψη κι απελπισία…