Ποίηση

 

Επιλεγμένα ποιήματα

 

Μεσολόγγι 

Πάνω στο ουράνιο τόξο

Δειλινό

ΤΑ ΚΕΡΙΑ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

Κλοντιάνα

Ο Φάρος

Αόρατος Θίασος

ΠΟΥ ΠΑΜΕ;

Αγάπη

 
 
 
 

 

Μεσολόγγι

Και ανθρώπινο χρέος

 

Σήμερα που τόσα αφήσαμε να θυσιαστούν.

Που στο βωμό της Λήθης τόσα στοιβάξαμε ν’αναλωθούν,

κι ανάψαμε φωτιές για να καούν μέχρις εσχάτων…

Σήμερα που τόσο έχουμε συνηθίσει

στις αναθυμιάσεις των καιομένων ιδανικών,

κι ούτε μας πτοεί ο αναθρώσκων καπνός

από την τελική τους τέφρα.

Κι αν μας σφίγγει την καρδιά το δέος

για τα αυριανά επερχόμενα,

εμείς βαδίζουμε απτόητοι στα νεοχάρακτα μονοπάτια

της ηθικής μας ένδειας.

Είναι κάποια χρέη στα τεφτέρια του χρόνου,

που χαραγμένα μένουν άσβηστα.

Αυτά που έχουν πληρωθεί με πανοτίμια.

Με αιμάτινες σπονδές οραμάτων

κι εκατόμβες σπαταλημένης ανθρώπινης σπαργής.

Είναι αυτά που ο δικός μας αιώνας

σε εκείνον που έρχεται και σ’όλους τους κατοπινούς

θα εναποθέσει ευλαβικά, όπως τα έλαβε.

Σεβαστικά λείψανα προγόνων…

Το Μεσολόγγι, ένθετη πολύτιμη πέτρα

στο μωσαϊκό της ανθρώπινης ιστορίας,

και στης Ελληνικής μας μοίρας τις σημαδεμένες ώρες,

θα λάμπει αστραφτερό, ακατάλυτο. Ελπιδοφόρο.

Για να θυμίζει πάντα

το Χρέος μιας επαναλαμβανόμενης επιστροφής

στα Ιερά μας και τα Όσια.

 

Βραβείο ποίησης στο διαγωνισμό του Δήμου Μεσολογγίου με την ευκαιρία της επετείου της Εξόδου (1999)

 

 

 

Πάνω στο ουράνιο τόξο

 

Πάνω στο ουράνιο τόξο

η συναυλία των χρωμάτων

ιχνηλατεί μουσικές διαβάσεις

μέσα από τις διαμαντένιες υδάτινες υποσχέσεις.

Μία – μία είναι οι δροσοσταλίδες της γήινης απόδρασης

σε μιας ηλιαχτίδας εναγκαλισμό

ενωτίζονται τον Ευαγγελισμό

της Χρωματικής πανδαισίας

 

Πίσω απ’το ουράνιο τόξο

οι καταιγίδες ξεφτίζουν

σε παμφώτινα κρόσσια αιθρία

Χωρίς αναστολές προσωρινότητας

Χωρίς τις απειλές του αμείλικτου Χρόνου

Για αιώνιες επαναλήψεις

δοξάζοντας ένα θριαμβικό Παρόν.

 

 

Δειλινό

 

Σαν το’πες το τραγούδι σου στον Πλάστη σου

μη νοιάζεσαι τι θα γενεί πιο κάτω.

Της ζήσης το ποτήρι ως τον πάτο

ποιος να το πει πως το’πιε μπόρεσε;

Ποιος να το πει ποτέ πως χόρεψε

στης ηδονής και της χαράς το πανηγύρι

ως τις στερνές στροφές του, και όσοι γύροι

ως να χορτάσει η ψυχή του πως το μπόρεσε;

Διψώντας φεύγουμε. Κι αν φτάσαμε

στης χειμωνιάς τους χιονισμένους πύργους

ή αν καλοκαίρια κι άνοιξες διαβήκαμε

τρυγώντας τις κυψέλες του Ονείρου…

Άδειο το κύπελλο. Στεγνή η ματιά.

Αχόρταγη να δει όσα δεν διάβηκαν μπροστά της.

Νιώθει η καρδιά τα νικημένα τα φτερά της

και γονατίζει σε μιαν ήττα ανυπόταγη

Μα ως είδες τα βλαστάρια και μπουμπούκιασαν

κι ως έφεξαν ανθοί τη σκοτεινιά σου

ανάερη άσε την αποθυμιά σου

για κάτι που κι αν το’βρες, δεν το όρισες.

Κι άσε του τραγουδιού ο απόηχος

τ’αυτιά σου να χαιδεύει.

Κι ω! το θάμα!

Της άνοιξης που αναγεννιέται σ’άλλην άνοιξη.

και σβιέται του φθινόπωρου το κλάμα.

Ω της ζωής το πισωγύρισμα!

Από το ξεχασμένο μονοπάτι.

Θαρρείς πως είσαι εσύ καλπάζοντας

πάνω στο ξέφρενό σου άτι!

Σαν το’πες το τραγούδι σου στον Πλάστη σου,

του δειλινού κραυγή και προσευχή σου

πάρε όσα διάβηκαν στερνά μαζί σου

και διάβαινε περήφανα τη στράτα σου.

 

 

 

ΤΑ ΚΕΡΙΑ

Στον Κ. Καβάφη

 

Τα σβηστά κεριά πίσω στη μακριά τους λιτανεία

σε θλίβανε Μεγάλε Ποιητή.

Και κείνος ο καπνός από τα πιο κοντινά

αυτά που μόλις έχασαν τη φλόγινη αλήθεια τους,

πόσο σκοτείνιαζε τον ουρανό της ψυχής σου

ποιητή μου!

Τη λαμπερή παρουσία των κεριών

που χάραζαν μπρος σου έναν δρόμο

ανέγγιχτης ελπίδας και προσμονής,

αυτά σ’άρεσε να βλέπεις!

Σ’αυτά μπορούσες ν’ακουμπάς τη σκέψη μ’εμπιστοσύνη.

Όμως εγώ θα διαφωνήσω μαζί σου

αγαπημένε ποιητή.

Με τα θλιμμένα τα σβηστά κεριά η δική μου η σκέψη.

Την ιστορία τους που έγραψαν

με την αιθάλη της ειλικρίνειας.

Σπάταλα αναλίσκοντας την εύθραυστη αλήθεια τους

Όμορφη, τραγική ή αδιάφορη

την έγραψαν και πάει…

Κτήμα μας ακριβό η ξοδεμένη τους παρουσία.

Σίγουρο μονοπάτι για να πισωγυρίζει τ’όνειρο.

Κι έτσι ο νους να κρίνει,

ν’αποδιώχνει ή να χαίρεται.

Τα σημαιοστολισμένα ολοφώτεινα κεριά

που σηματοδοτούν καινούργιους μα άγνωστους δρόμους

που θέλουν να δείχνουν

ένα αξιολάτρευτο αύριο μπρος μας…

Αυτά φοβάμαι!

Δεν εμπιστεύομαι τη φλόγα τους που ψευτοπαίζει

Δεν μπορώ ν’ακουμπήσω την παλάμη

στη φωτιά τους που καίει.

Ούτε ν’ακολουθήσω τους δρόμους που αχνοχαράζουν,

χωρίς η αμφιβολία και το δέος

να μου διαπεράσουν τη ψυχή.

 

 

Από την ποιητική συλλογή «Υπέρβαση»

 

 

 

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

 

Φύτρα γιγάντων!

Γυιός του Φιλίππου και του Άμμωνα Δία ο βλαστός,

κι απ’ του Αριστοτέλη τη σοφία μπολιασμένος

τη μοίρα της Ελλάδας στα χέρια σου κρατώντας

την πήρες μακριά, στα πέρατα του κόσμου να την πας.

Ακροβατώντας πάνω σε νομοτέλειες βαρβάρων,

και σε επίβουλη εχθρών κυριαρχία

Ίδιος με Άνεμο ασίγαστο και νικηφόρο

πότε μπροστά, και πότε πίσω να σαρώνεις αντιστάσεις

Και πάλι σκύβοντας με συγκατάβαση

πάνω από τον νικημένο σου εχθρό

να σπέρνεις ολούθε Ελληνικές αμφικτιονίες.

Για των λαών να πασχίζεις την ομόνοια

της γλώσσας της Ελληνικής να στήνεις θρόνο

και της ορμής σου πάντα σωστά να κρατάς το χαλινάρι.

Μεγάλε Στρατηλάτη!

Έκθαμβος ο κόσμος στο αντίκρισμα σου

Απ’ την περίσσια σου ανθρώπινη σαγήνη

κι’ απ’ την πρωτοφανέρωτη συνάμα Θεία φλόγα,

τις πύλες των λαών μια-μια θωρούνε

ν’ ανοίγονται μπροστά σου, κι απορούνε…

Κι εσύ ακάματος.  Ένα ταξίδι για μια Ιθάκη,

τη δική σου, ακολουθώντας σα θεία προσταγή.

Τι κι αν σαν άλλος Γόρδιος δεσμός

και τα τριαντατρία σου τα χρόνια ξάφνου σπάσαν;

Ήταν μακρύς του ταξιδιού ο δρόμος.

Τόσα τα πλούτη και οι έξοχες στιγμές του.

Τόση η γόνιμα σπορά που ξέμεινε να βλασταίνει στους αιώνες

 που και της Άπιαστης Ιθάκης, Αλέξανδρε Μεγάλε,

τ’ όνειρο δικαιώνει!

 

 

 

Κλοντιάνα

 

Το σπαταλημένο κορίτσι των Φαναριών

 

Τα χαρτομάντηλα ήταν ανέπαφα

μες στα μικρά σου χέρια

μήτε για ένα απ’αυτά εσύ δεν είχες πια χρεία

ούτε και δάκρυα στα παιδικά σου μάτια

για να ξορκίσουν την πρόωρη συνοφρύωση

 

την απουσία απ’τα παιγνίδια

και τον αγώνα για Ζωή…

όμως η απορημένη άσφαλτος

που σάρκα ασπαίρουσα

σε δέχτηκε στην αγκαλιά της

τα γύρεψε όλα!

 

Όλα όσα εσύ κρατούσες

κι εκείνα που υπήρχαν παντού

μέσα σε χέρια παιδιών των Φαναριών

Όλα!

 

Για να σφουγγίζει τ’ατέλειωτα δάκρυα

που θ’ αναβλύζουν

πλημμύρα δίχως σταματημό

μέσα από τη στεγνή

και στείρα ερημιά

 

17-11-98

 

 

 

Ο Φάρος

 

Ο φάρος στ’ακρωτήρι που το κούρσεψε ο καιρός

μόνος απόμεινε μέσα στη νύχτα

να καρτερεί για κάποιαν έλευση.

Απτόητος. Ανυποχώρητος.

Αδιάκοπα σπαταλώντας το πληθωρικό του φως.

-Σταμάτα πια να προσφέρεις του κάκου!

Τα πλοία αλλάξανε πορεία!

του μηνούσαν οι γλάροι οι περαστικοί.

-Και η βάρκα, η πιστή συντρόφισσά μας

βούλιαξε κι αυτή. Δεν θα περάσει πια.

-Εγώ θα φωτίζω!

Πρέπει να το ξοδέψω το φως που με καίει.

Απαντούσε ο φάρος.

Να΄ναι μια παρουσία μέσα στο σκοτάδι.

Έστω για ένα μόνο πλανεμένο καράβι.

Έστω μόνο για μια μικρή ξεστρατισμένη ρότα.

Έστω μόνο για σας!

Της μέρας της φωτεινής

τους σίγουρους γλάρους

 

 

 

Αόρατος Θίασος

 

Τα πρόσωπα των περαστικών του δρόμου

εξώφυλλα περιφερόμενων βιβλίων

Κι άλλα πολύχρωμα, θαμπωτικά

κι άλλα στο γκρίζο χρώμα της μονοτονίας.

Πανομοιότυπα εξώφυλλα

των ταπεινών, των καθημερινών.

Θαρρείς τα φύλλα τους μέσα

λίγα κι επαναλαμβανόμενα.

Τα πρόσωπα των διαβατικών

μισογραμμένες ιστορίες δίχως τίτλο.

Ημιτελείς συμφωνίες

σε κλίμακες ελάσσονες.

Ενός αόρατου θιάσου οι κομπάρσοι

που μια μυστική σκηνή διασχίζοντας,

προσμένουν κάποιον προβολέα

για ν’ανακαλύψει την μοναδικότητά τους.

Να φωτίσει τη μηδαμινότητά τους.

Να συμπονέσει την τραγική τους προσωρινότητα.

Τα πρόσωπα των βιαστικών του δρόμου

μικρά, εξορισμένα Σύμπαντα.

Της θεϊκής της έλξης αποστάτες.

Ενός χαμένου παραδείσου

άτεχνα κάτοπτρα.

 

 

ΠΟΥ ΠΑΜΕ;

 

Ταξιδεύουμε χωρίς πυξίδα

Είχαμε βασιστεί

στη βέβαιη πορεία των άστρων

μα σαν η καταχνιά

μάς στέρησε το φως τους,

τότε το νιώσαμε

πως ΠΟΡΕΥΟΜΑΣΤΕ ΧΩΡΙΣ ΠΥΞΙΔΑ.

Στα ξέφωτα τ’ουρανού

Αγκιστρώθηκε η ελπίδα.

Μα οι διάττοντες δεν ωφελούν.

Στη στιγμιαία τους λάμψη

μπορέσαμε μόνο να δούμε

την άδεια θέση της πυξίδας.

Που μας έλειπε τόσο τώρα.

 

 

 

ΑΓΑΠΗ

 

Να τραγουδάμε την ΑΓΑΠΗ

Κι αν όλα γύρω,

μια τυμπανοκρουσία μίσους και χαλασμού.

Όλα κι αν ψάλλουν μόνον

μιαν αυταπάτη ελπίδας.

Εμείς σ’ένα πρωτόφαντο σκοπό

να τραγουδάμε την ΑΓΑΠΗ.

Να ζωγραφίζουμε ΑΓΑΠΗ!

Κι αν σκοτεινές πινελιές από παντού

μάς μάχονται τον ήλιο

αν σύννεφα – καταχτητές

κουρσέψαν το γαλάζιο

Αν μαύρο μανιτάρι

νίκησε της γης την ημεράδα

εμείς – με χρώματα περίκαλα

να ζωγραφίζουμε ΑΓΑΠΗ

Να πίνουμε την Αγάπη στο ποτήρι.

Κι αν όλες οι πηγές στέρεψαν από Δρόσο

αν τα ποτάμια μας έπηξαν από λάσπη

Εμείς ΑΓΑΠΗ στη δίψα μας

αείροη κρήνη

 ΑΓΑΠΗ μέσα στην κάψα μας αντήλιο

ΑΓΑΠΗ μέσα στην πίκρα μας κουράγιο

Στην προσευχή μας αντίδωρο

ΑΓΑΠΗ!!